Πόλεμος & Κατοχή

 

 

Ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος

Το ξημέρωμα της 28ης Οκτωβρίου οι Σερραίοι θα ξυπνήσουν με τον οξύ και εφιαλτικό ήχο της σειρήνας, που θα τους προειδοποιεί για την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου. Στη μέχρι τότε ξέγνοιαστη και ήσυχη πόλη θα δημιουργηθεί μια ιδιαίτερα ζωηρή κίνηση καθώς μικροί και μεγάλοι θα ξεχυθούν από τα βαθιά χαράματα στους δρόμους, προκειμένου να πληροφορηθούν τα πολεμικά γεγονότα που έχουν κιόλας αρχίσει να τρέχουν. Όλοι όσοι στρατεύονται διαβάζουν από τις διάφορες προκηρύξεις και τις ανακοινώσεις, που έχουν κιόλας τοιχοκολληθεί στους δρόμους, τους τόπους κατάταξής τους ενώ οι περισσότερες σερραϊκές εφημερίδες δεν κυκλοφορούν παρά μόνο ένα μικρό μονόφυλλο τυπωμένο από τη μια του μεριά, ως έκτακτο παράρτημα από την “Πρόοδο”. Το παράρτημα αυτό, που κυκλοφορεί στις 10 το πρωί, περιέχει την προκήρυξη του μεράρχου Μάρκου τη σχετική με τη γενική επιστράτευση, καθώς και νουθεσίες για ψυχραιμία και συμμόρφωση των κατοίκων “…προς τας διαταγάς και οδηγίας των στρατιωτικών αρχών”.

Στις 4 Νοεμβρίου 1940 (με την υπ’ αριθ. πρωτ. 42 «διεύθυνσις δικαστική»), ο στρατιωτικός διοικητής Σερρών υποστράτηγος Βασίλειος Κρυστάλλης απαγορεύει τη λειτουργία των κινηματογράφων και παντός άλλου κέντρου διασκέδασης ύστερα από τις 10 το βράδυ. Ταυτόχρονα ορίζονται με ανακοίνωση της «παθητικής αεράμυνας» τα σπίτια και τα καταλύματα που θα είναι καταφύγια σε περιπτώσεις συναγερμού, στα οποία και απαγορευόταν το κάπνισμα.

Στην ανακοίνωση, που την υπογράφει ο διοικητής της Δημ. Δουκάκης, ως τέτοια αναφέρονται: 1) Το καταφύγιο του καφενείου Αίγλη 2) Του Δημαρχιακού μεγάρου 3) Το ζαχαροπλαστείο Χριστοδούλου 4) Το Διοικητήριο 5) Η νέα κλινική Ζαχαρόπουλου και 6) Οι κινηματογράφοι «Πάνθεον» και «Κρόνιον». Σε ορισμένα σημεία της πόλης έχουν ανοιχτεί και ορύγματα ενώ γίνονται υποδείξεις στους πολίτες να ανοίξουν ορύγματα και στις αυλές των κατοικιών τους «εφ’ όσον υπάρχει απόστασις τουλάχιστον 10 μέτρων από της οικοδομής και εις ανοικτούς χώρους πλησίον των οικιών των». Η έναρξη και η λήξη των συναγερμών θα δίνεται “υπό τριών σειρήνων ευρισκομένων εις επίκαιρα μέρη της πόλεως και διά του κώδωνος της Ακροπόλεως. Η έναρξις του συναγερμού θα δίδεται διά ηχήσεως ήτις θα διαρκεί επί εν και ήμισυ λεπτόν με διακοπή, η δε λήξις τούτου θα δίδεται διά ηχήσεως διαρκείας τριών λεπτών”. Με ανακοινώσεις δίνονταν από τις πρώτες κιόλας μέρες της κηρύξεως του πολέμου και άλλες «οδηγίες». Με αυτές απαγορευόταν τόσο στα παιδιά όσο και στους ενήλικες να περιφέρονται άσκοπα στην πόλη.

Σταματούσαν έτσι οι βόλτες των μεγάλων και τα ατελείωτα παιχνίδια των μικρών στους δρόμους και τις αλάνες και η πολιτεία έπαιρνε τη σκυθρωπή πολεμική της μορφή. Στις 17 του ίδιου μήνα στη μοναδική εφημερίδα, το «Σερραϊκόν Βήμα», που εξακολουθεί να κυκλοφορεί κατά τακτά χρονικά διαστήματα, διαβάζουμε: «Το “Κρόνιον” λειτουργεί κανονικώς”, ενώ συνεχίζονται οι έρανοι για την «Πυτζάμα των τραυματιών μας» και γίνεται έκκληση σε όσους Σερραίους έχουν και μπορούν, να προσφέρουν μπαστούνια για τους τραυματίες μας».

Είχε περάσει κιόλας το πρώτο «μούδιασμα» και οι νίκες των φαντάρων μας γίνονταν αντικείμενο συζήτησης και υπερηφάνειας από σπίτι σε σπίτι για όσους είχαν μείνει πίσω στα μετόπισθεν. Πολλοί από τους κατοίκους ξημεροβραδιάζονταν στα ραδιόφωνα της εποχής, στην προσπάθειά τους να έχουν μια πληρέστερη αντίληψη για το τι ακριβώς συνέβαινε ή προσπαθούσαν μέσα από τις εφημερίδες να πληροφορηθούν όσα λάβαιναν χώρα. Έτσι οι νίκες γιορτάζονταν με ηχηρές κωδωνοκρουσίες, λειτουργίες και παρακλήσεις του κλήρου. Σύλλογοι και σωματεία που κατάφεραν να μη διαλυθούν από την απουσία όσων είχαν στρατευθεί, φρόντιζαν για εράνους, συλλογή ειδών πρώτης ανάγκης καθώς και για επισκέψεις στους πρώτους κιόλας τραυματίες που κατέφταναν στο στρατιωτικό νοσοκομείο, δηλαδή στο κτίριο όπου σήμερα στεγάζεται το 3ο γυμνάσιο στις υπώρειες του Κουλά. Λίγο πιο πάνω από αυτό, στην κορυφή του λόφου, σε μια ειδική σιδεροκατασκευή, κάτι σαν έναν μικρό πύργο του ‘Αιφελ, θα δεσπόζει η τεράστια σειρήνα, έτοιμη ν’ αρχίσει το εφιαλτικό της ουρλιαχτό, ξεσηκώνοντας τους ανθρώπους και κάνοντάς τους να τρέχουν αλλόφρονες στους δρόμους. Μέσα όμως απ’ όλα αυτά η ζωή θα συνεχιστεί στους κανονικούς της ρυθμούς, οι εφημερίδες της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας θα έρχονται όπως πάντα σε καθημερινή βάση με πρωτοσέλιδα τα νέα του πολέμου και εντυπωσιακό φωτογραφικό υλικό από τις νίκες των φαντάρων μας και κάπου-κάπου θα περνάνε μερικοί θεατρικοί σχηματισμοί που θα προσπαθούν να εμψυχώνουν τα λεγόμενα μετόπισθεν με έργα, όπως εκείνο το «Ψηλά στο μέτωπο», μια οπερέτα που παίζεται στον “Ορφέα” με τους Τούλα Δράκου, Νάκο Μιτσούκο – Παπαγεωργίου, Πέρσα Βλάχου, Πόπη Χάρμα, Σεσίλια, Ζάκα, Ζησιμόπουλο και Καπάτο Τα βράδια θα σβήνουν νωρίς τα φώτα ή θα κλείνονται καλά οι χαραμάδες από τα παράθυρα για να αποφεύγονται τυχόν φωτεινές διαρροές και πάντα σύμφωνα με τις οδηγίες της στρατιωτικής διοίκησης, ο κόσμος θα επιμένει να ακούει πολύ ραδιόφωνο και θα περιμένει με αγωνία την εξέλιξη του πολέμου.

Το πρωί της 1ης Ιανουαρίου 1941 και με την ευκαιρία του καινούργιου χρόνου σε όλες σχεδόν τις εκκλησίες της πόλης που θα πλημμυρίσουν από κόσμο, θα διαβαστεί η εξής αυτοσχέδια προσευχή:

“Αγαπητοί εν Χριστώ Αδελφοί.

Η αυτοσχέδιος αυτή Προσευχή εγράφη δια την σημερινήν κατάστασιν μας. Ο στρατός μάχεται υπέρ πίστεως και Πατρίδος και υπέρ της ελευθερίας μας και ημείς ας τον βοηθήσωμεν δια της θερμής μας προσευχής και να παρακαλέσωμεν τον Πανάγαθον Θεόν με την καρδιά μας να μας ελευθερώση από τον εχθρόν μας όσον το δυνατόν γρηγορότερον από αυτόν τον καταστρεπτικώτατον πόλεμον.

Γένοιτο.

Εν Σέρραις τη 1η Ιανουαρίου 1941″

Οι Σερραίοι, όπως και όλοι οι Έλληνες, θα υποδεχτούν με ελπίδες το 1941, ενώ τα σύννεφα πάνω από τα Βαλκάνια ολοένα και θα πυκνώνουν. Από τις19 Δεκεμβρίου φτάνουν κιόλας στη γειτονική Βουλγαρία οι πρώτοι γερμανοί τεχνικοί και «περιηγητές». Η Σόφια και η Βάρνα γίνονται κέντρα της γερμανικής κατασκοπείας και από τα μέσα του Ιανουαρίου σημειώνονται και αφίξεις στρατιωτικών γερμανικών μονάδων «με πολιτικήν περιβολήν ιδίως αεροπόρων και αλεξιπτωτιστών».

Από το Φεβρουάριο και σύμφωνα με το σχέδιο «Μαρίτα», όπως ονομάσθηκε το σχέδιο της γερμανικής επίθεσης κατά της Ελλάδας που εκπόνησαν οι επιτελικοί του Χίτλερ, όλοι οι βουλγάρικοι δρόμοι που οδηγούν στα ελληνικά σύνορα διαπλατύνονται ενώ ενισχύονται οι γέφυρες προκειμένου να αντέξουν το πέρασμα των βαρέων γερμανικών οχημάτων που καταφτάνουν πια ανοιχτά στη Βουλγαρία ύστερα από την επίσημή της προσχώρηση στο τριμερές σύμφωνο του Άξονα, που το σχετικό του έγγραφο υπογράφεται στο ανάκτορο Μπελβεντέρε της Βιέννης στη 1 Μαρτίου 1941. Ως αντάλλαγμα γι’ αυτή την προσχώρηση παραχωρείται στη Βουλγαρία η γιουγκοσλαβική και η ελληνική Μακεδονία, η ελληνική Θράκη καθώς και η ρουμανική Δοβρουτσά. Η υπόσχεση της παραχώρησης γίνεται με επιστολή που δίνει στον τότε βούλγαρο πρωθυπουργό Φίλωφ ο γερμανός υπουργός των εξωτερικών Φον Ρίμπεντροπ.

Όλα αυτά βέβαια δεν είναι δυνατόν να γίνουν γνωστά την ίδια στιγμή, τουλάχιστον στον πολύ κόσμο. Προς το παρόν, ο ελληνικός λαός χαιρετίζει με άφατη χαρά και συγκίνηση για μια ακόμη φορά τις νίκες των φαντάρων του στη Βόρειο ‘Ήπειρο, που τσακίζουν τη λεγόμενη “εαρινή επίθεση” των Ιταλών και τους τρέπουν σε φυγή χωρίς σταματημό. Όσοι όμως αυτές τις μέρες μπορούν και παρακολουθούν τα ξένα δελτία ειδήσεων μαθαίνουν πως, σχεδόν με την προσχώρηση της Βουλγαρίας στον Άξονα, οι γερμανικές μηχανοκίνητες φάλαγγες των γερμανών στρατηγών Λιστ και Κλάιστ μπαίνουν με ταχύτητα αστραπής στο βουλγαρικό έδαφος και από εκεί θα συνεχίσουν τη ραγδαία τους κάθοδο μέχρι τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα όπου και θα στρατοπεδεύσουν σε θέση αναμονής. Από το ύψος των οχυρών του Ρούπελ οι Έλληνες αξιωματικοί και οι λιγοστοί φαντάροι που τα υπερασπίζονται θα μπορούν να παρακολουθούν με τις πολεμικές τους διόπτρες κάτω από τον αστραφτερό ανοιξιάτικο ήλιο τις επιθεωρήσεις των γερμανικών σχηματισμών μάχης και τους γερμανούς οδηγούς να ζεσταίνουν πάλι και πάλι τις μηχανές των τεράστιων «πάντσερ» τους, που θα έχουν τις φονικές τους κάνες στραμμένες προς την Ελλάδα.

Η γερμανική επίθεση κατά των οχυρών εκδηλώθηκε το χάραμα της 6ης Απριλίου, ταυτόχρονα με την επίδοση τελεσιγράφου προς την ελληνική κυβέρνηση από μέρους της Γερμανίας. Αλλά, παρά το βιβλικό πυρ, τα οχυρά αντιστάθηκαν στη σιδερόφραχτη γερμανική λαίλαπα που ερχόταν κατά κύματα εναντίον τους μέσα σε σύννεφα πυκνού καπνού και βροχή από οβίδες. Τα άρματα μάχης εφορμούσαν οργώνοντας τις ανθισμένες πλαγιές και τα αδιάβατα μονοπάτια για να ανατραπούν ή να αχρηστευθούν την επόμενη κιόλας στιγμή. Επίλεκτα σώματα στρατού και ειδικά τμήματα αφοσιωμένα μέχρι θανάτου στο Χίτλερ αποδεκατίζονταν και αναγκάζονταν σε αιματηρή οπισθοχώρηση. Ο ορυμαγδός της μάχης απλωνόταν και σκορπούσε τον τρόμο σ’ ολόκληρο το σερραϊκό κάμπο. Πελιδνοί και με το φόβο ζωγραφισμένο στα μάτια οι κάτοικοι των κοντινών χωριών άκουγαν τον εφιαλτικό συριγμό των αεροπλάνων, που εφορμούσαν κάθετα, άδειαζαν το θανατηφόρο τους φορτίο στις κορυφές των οχυρών κι ύστερα έφευγαν ανοίγοντας σαν μια τεράστια βεντάλια θανάτου στο γαλάζιο στερέωμα και πάνω από τα νερά του Στρυμόνα, για να ξαναγυρίσουν στα οχυρά και πάλι πολυβολώντας τους ηρωικούς τους μαχητές, που τα υπεράσπιζαν με νύχια και δόντια. Στην πραγματικότητα και με τη σκληρή γλώσσα των αριθμών, οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν εναντίον των δεκαεννιά συνολικά τόπων θυσίας, όπως κατέληξαν να γίνουν τα οχυρά με το συνολικό αριθμό των 8.300 υπερασπιστών τους, περισσότερα από 800 στούκας που τα οδηγούσαν έμπειροι, σκληροτράχηλοι και αποφασισμένοι γερμανοί πιλότοι. Την ατμόσφαιρα και το κλίμα της μάχης που μαινόταν από τα βαθιά χαράματα στις κορυφογραμμές του Ρούπελ, δίνουν τα ελληνικά πολεμικά ανακοινωθέντα της ημέρας:

“Από της 5.15 ώρας της σήμερον ο εν Βουλγαρία γερμανικός στρατός προσέβαλλεν απροκλήτως τα ημέτερα στρατεύματα της ελληνικής μεθορίου. Αι δυνάμεις μας αμύνονται του πατρίου εδάφους…. Ισχυραί γερμανικαί δυνάμεις, εφοδιασμέναι με τα πλέον σύγχρονα πολεμικά μέσα, με υποστήριξιν αρμάτων, αφθόνου βαρέος πυροβολικού και πολυαρίθμου αεροπορίας, προσέβαλον από της πρωίας της σήμερον επανειλημμένως τας θέσεις μας, ων αμύνονται μόνον ελληνικαί δυνάμεις λίαν περιωρισμέναι. Καθ’ όλην την ημέραν διεξήχθη σφοδρότατος αγών εις τας κυριωτέρας ζώνας της παραμεθορίου προς Βουλγαρίαν περιοχής ιδιαιτέρως δε εις την περιοχήν Μπέλες και την κοιλάδα του Στρυμόνος…”. 

Στις 9 Απριλίου και ενώ η τιτανομαχία στα οχυρά, συνεχιζόταν, τα μηχανοκίνητα και τα τανκς της στρατιάς του στρατάρχη Λιστ, αφού κατηφόρισαν με ταχύτητα από τη Στρώμνιτσα και τη Γευγελή, βρέθηκαν στα νώτα των Ελλήνων και στις 08.00 τα άρματα της 2ης βαριάς θωρακισμένης μεραρχίας με διοικητή τον αντιστράτηγο Φον Φάιφελ κομμάτιαζαν την ησυχία του ανοιξιάτικου πρωινού με το δαιμονικό θόρυβο των μηχανών τους και έμπαιναν στη Θεσσαλονίκη. Τα μεσάνυχτα της 9 προς 10 Απριλίου και ύστερα από διαταγή του αρχιστράτηγου Αλέξανδρου Παπάγου, που στάλθηκε από το μεσημέρι της 8/4/1941 στο τμήμα Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας, σταματούσαν οι εχθροπραξίες σε όλο το μέτωπο του Αξιού. Από το βράδυ της 8ης Απριλίου, όταν έγινε γνωστό ότι οι Γερμανοί βρίσκονται κιόλας έξω από τη Θεσσαλονίκη, δόθηκε η διαταγή να εγκαταλείψει την πόλη των Σερρών και η ελληνική στρατιωτική διοίκηση.

Συγκλονιστικές πληροφορίες μας δίνει γι’ αυτήν την τελευταία νύχτα ο τότε δεσπότης Σερρών Κωνσταντίνος μέσα από τις σελίδες του ημερολογίου του:“…Μεταβάς εις το παρά την Μητρόπολιν Στρατιωτικόν Νοσοκομείον ευρίσκω τα πάντα εν αναστατώσει και τον κ. Καντάν Γενικόν Αρχίατρον. Ούτος μοι λέγει εν ταραχή αυτολεξεί “Γρήγορα εν στρώμα, εν εφάπλωμα, εν προσκέφαλον, μίαν τσάνταν και τίποτε άλλο “. “Τι τρέχει; ” τον λέγω. Έξαλλος απαντά: “Φεύγομεν προς το Τζάγεζι και γρήγορα με όλους τους δικούς σου…’: ‘Αι, είπον, και όταν το πρωί ξυπνήσουν οι Χριστιανοί μου και ερωτήσουν πού είναι ο Δεσπότης και δεν με εύρουν εδώ τι θα σκεφθούν δι’ εμέ; “. “Αυτό που κάμεις απαντά είναι ανοησία, πήγανε εις την Στρατιωτικήν Διοίκησιν, εκεί είναι και ο Νομάρχης” υπονοών, ότι έχει γνώσιν η Στρατιωτική Διοίκησις της προτάσεώς του να φύγω μετ’ αυτών. Εγώ κατευθύνθην εκεί. Εις τον πρώτον θάλαμον εύρον τον Νομάρχην, ον ηρώτησα αν έχη οδηγίας, να φύγη και επl τη αρνητική απαντήσει του είπον αυτώ, μόλις εξημερώση να πάρη όσους θα μείνουν δημοσiους υπαλλήλους και να έλθουν εις την Μητρόπολιν, όπου και θα στεγασθούν. Ούτω εισέρχομαι εις το Γραφείον του Επιτελάρχου Συνταγματάρχου κ. Πρωτοπούλου. Ο Στρατιωτικός Διοικητής Υποστράτηγος κ. Δημ. Μητσόπουλος είχεν αναχωρήσει προηγουμένως. Παρά τω κ. Πρωτοπούλω ευρίσκοντο οι Διευθυνταί των Τραπεζών Ελλάδος, Εθνικής και Αγροτικής έντρομοι ζητούντες μέσον προς αναχώρησιν. 0 κ. Πρωτόπουλος αποτεινόμενος εις εμέ ερωτήσαντα είπε: “Σεβασμιώτατε οι κ.κ. Διευθυνταί λέγουν ότι έχουν οδηγiας εκ των κέντρων των να φύγουν. Σεις τι θα κάμετε; “. “Εγώ είμαι Αρχιερεύς και θα κάμω ό,τι καθορίζει η ιδιότης μου. Δεν θα επιτρέψω να ξυπνήσουν το πρωί οι Χριστιανοί μου και μη εύρουν τον Αρχιερέαν των… 

…Την πρωίαν όσοι απέμειναν εκ των Δημοσlων υπαλλήλων και τινές πολίται συνεκεντρώθησαν εις την Ιεράν Μητρόπολιν όπου εκαλέσαμεν και τους εναπομείναντας χωροφύλακας και τους παρεκαλέσαμεν να κρατήσουν την τάξιν και το έπραξαν. Μόνον εις Σέρρας εξ όλων των Μακεδονικών πόλεων ετηρήθη απολύτως η τάξις…». 

Στις 12 Απριλίου έγινε γνωστό ότι τα βουλγαρικά στρατεύματα άρχισαν κιόλας να μπαίνουν στην Αν. Μακεδονία και τη Θράκη και την επομένη στη Σόφια και σε ολόκληρη τη Βουλγαρία έγιναν δοξολογίες «επί τη απελευθερώσει της Μακεδονίας, της Θράκης και των δυτικών επαρχιών» ενώ οι βουλγάρικες εφημερίδες των ημερών εκείνων μιλούσαν για δεσμά του σερβικού και του ελληνικού λαού που τώρα πια έσπασαν και “οι υποδουλωμένοι λαοi της Μακεδονiας και της Θράκης υποδέχονται μετ’ ενθουσιασμού τον ελευθερωτήν γερμανικόν στρατόν, όστις προ εικοσαετίας ήτο πάλιν αδελφός των Βουλγάρων εν όπλοις…”.

Και τότε ένα τρομακτικό κύμα φυγής θα σαρώσει την πόλη των Σερρών. Ατελείωτες σειρές ανθρώπων διέσχιζαν τους δρόμους και τα μονοπάτια που θα τους οδηγούσαν μακριά από τα μέρη εκείνα που είχαν παραδοθεί στη βουλγαρική επικυριαρχία παρά τις δηλώσεις του γερμανού στρατιωτικού διοικητή, που διαβεβαίωνε περί του αντιθέτου τον έλληνα στρατηγό Μπακόπουλο στη Δράμα. Άλλοι αναχωρούσαν με αυτοκίνητα, άλλοι έφευγαν με τα πόδια στην προσπάθειά τους να ανακαλύψουν ελεύθερα όσα από τα γνώριμα περάσματα του ποταμού Στρυμόνα ήξεραν, άλλοι έφταναν μέχρι τη θάλασσα κι από εκεί με καΐκια και βάρκες προσπαθούσαν να περάσουν προς τα νησιά του Αιγαίου κι άλλοι στοιβάζονταν με ό,τι μπορούσαν να κουβαλήσουν μαζί τους στα βαγόνια της τελευταίας αμαξοστοιχίας, που θα έφευγε στις 10 το πρωί της l2ης Απριλίου από το σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης με κατεύθυνση τη Θεσσαλονίκη. Είχαν κιόλας πληροφορηθεί πως όπου να ‘ναι θα έμπαινε για μια ακόμη φορά στα Σέρρας ο βουλγαρικός στρατός και είχαν καταληφθεί από πανικό. Εξάλλου, ιδιαίτερα νωπές εξακολουθούσαν να είναι οι δύο δυσβάστακτες βουλγάρικες κατοχές του 1912-13 και του 1916-18 και τα αιματηρά και οδυνηρά τους αποτελέσματα. Σε όλες τις γέφυρες πάνω από τον ποταμό Στρυμόνα είχαν κιόλας εγκατασταθεί γερμανικές φρουρές που επέτρεπαν όμως ακόμη τη διέλευση των προσφύγων προς τη μεριά της Θεσσαλονίκης. “Ούτω διεπεραιώθησαν πέραν του ποταμού δικαστικοί, δικηγόροι κ.λ.π.”, θα γράψει στο ημερολόγιό του ο Κωνσταντίνος.

Στην πραγματικότητα, οι Γερμανοί είχαν επιτρέψει στους Βουλγάρους να μπουν στην Ελληνική Μακεδονία και εν ονόματι δήθεν της «τήρησης της ασφάλειας και της τάξης» να καταλάβουν ολόκληρη την περιοχή ανατολικά του Στρυμόνα εκτός από μια λωρίδα γης κατά μήκος των ελληνοτουρκικών συνόρων, έκτασης 2.800 τετρ. χλμ., που με διοικητική πρωτεύουσα το Διδυμότειχο θα παρέμεινε υπό γερμανική κατοχή. Τους δινόταν έτσι η δυνατότητα να προχωρήσουν σε έναν πραγματικό αφελληνισμό και σε μια ανεξέλεγκτη γενοκτονία των κατοίκων της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης, που όμοιά της δεν θα είχε γνωρίσει ποτέ ο τόπος. Κιόλας κυβέρνηση, τύπος και λαός μιλούσαν «περί απελευθερώσεως των Ελλήνων Μακεδόνων και Θρακών και των εγκατεστημένων από εικοσιπενταετίας εις την Θράκην και την Μακεδονίαν Ελλήνων της Σμύρνης, του Πόντου και του Καυκάσου “αδελφών των” από τον ελληνικόν ζυγό».

Το πρωί της 9ης Απριλίου είχε μπει στα Σέρρας πάνω σε ποδήλατο ο πρώτος γερμανός στρατιώτης, για να τον ακολουθήσουν σε λίγο και άλλοι πολλοί Έλληνες τραυματίες και στρατιώτες που οπισθοχωρούσαν και είχαν πλημμυρίσει την πόλη συγκεντρώθηκαν από τους Γερμανούς και κλείστηκαν σε ένα πρόχειρο στρατόπεδο. Για κείνη τη μέρα ο Δεσπότης Σερρών σημειώνει:

«…Διέταξα τον κ. Παπαδόπουλον, Δήμαρχον, να εγκαταλείψη την Δημαρχίαν και εγκατέστησαν εν αυτή τον ιατρόν κ. Γεωργιάδην γερμανόπληκτον. Ο Στρατιωτικός Διοικητής εγκατεστάθη εις την οικίαν του κ. Γ. Κούζα επίσης γερμανοπλήκτου».

Ύστερα, πάνω από την τρομαγμένη πόλη και τους ανθρώπους της, θα πέσει μια παράξενη ηρεμία. Οι Σερραίοι θα περνάνε από τους γνώριμους δρόμους της αγαπημένης τους πολιτείας και κάπου-κάπου θα σταματάνε να διαβάσουν στα ελληνικά τις πρώτες τεράστιες γερμανικές ανακοινώσεις, που έχουν τοιχοκολληθεί στα πιο κεντρικά της σημεία: «Έλληνες, ημείς οι γερμανοί στρατιώται ερχόμεθα όχι ως εχθροί σας. Κανένας άλλος λαός δεν αγαπά και δεν θαυμάζει τόσον την μεγάλην ιστορίαν σας και τον πολιτισμόν σας, όσον ο γερμανικός. Ημείς τιμώμεν και σεβόμεθα τον ηρωϊσμόν σας. Αι συμπάθειαί μας προς σας είναι πάντα αι ίδιαι ως τότε, ότε προ πλέον από 100 χρόνων γερμανικά τάγματα εις την σειράν των αγωνιστών της ελευθερίας Σας επολέμησαν και ένας γερμανός βασιλόπαις, ο υπό σας εκλεχθείς νέος βασιλεύς των Ελλήνων Όθων, ίδρυσεν την κρατικήν βάσιν της ελευθερωθείσης χώρας σας. Όχι ως εχθροί ερχόμεθα ημείς, Έλληνες, αλλά διά να κατανικώμεν την Αγγλίαν, η οποία Σας παρεκίνησεν εις αυτόν τον παράλογον πόλεμον κατά ημών, αναγκάζοντάς σας να παραχωρήσετε εις αυτήν στρατιωτικά στηρίγματα. Όταν η δύναμις της Αγγλίας θα είναι αφανισμένη, τότε και σεις θα είσθε ένας ελεύθερος, ευτυχής λαός εις μίαν ελευθέραν, ευτυχή Ευρώπην». 

Είναι η πρώτη γραμμένη στα ελληνικά και στα γερμανικά ανακοίνωση που διαβάζουν σκεπτικοί οι Σερραίοι εκείνο το θαμπό πρωινό της 9ης Απριλίου έξω από το καφενείο «Κρόνιον» και κουνούν θλιβερά το κεφάλι τους. Κιόλας στους δρόμους αρχίζουν να κυκλοφορούν οι πρώτοι γερμανοί στρατιώτες, αλλά όλοι περιμένουν με τρόμο να δουν κάποια στιγμή να ξεπροβάλουν στην είσοδο της πόλης οι πρώτες λαδοπράσινες βουλγάρικες στολές. Γι’ αυτό και οι αμέσως επόμενες μέρες θα είναι μέρες αναμονής και έκδηλης αγωνίας για τους κατοίκους.

Στις 22 Απριλίου 1941 ο βουλγαρικός στρατός θα περάσει τη συνοριακή γέφυρα της Κούλας, θα μπει στο ελληνικό έδαφος και την ίδια μέρα θα φτάσει στο Σιδηρόκαστρο. Εκεί ο επικεφαλής του θα διατάξει τον έλληνα Μητροπολίτη Βασίλειο να αναχωρήσει αμέσως για τη Θεσσαλονίκη. Ταυτόχρονα θα συνεχίσει την πορεία του «δια της δημοσίας οδού Σιδηροκάστρου» και στις 23 Απριλίου 1941 θα μπει στην έρημη σχεδόν πόλη των Σερρών από την κεντρική οδό Βενιζέλου με μια κάπως …«φιλική διάθεση»! Και αυτή τη δήθεν «φιλική» τους διάθεση θα προσπαθήσει να τονίσει και ο ίδιος ο βασιλιάς τους, ο Βόρις, ύστερα από μερικές μέρες όταν θα επισκεφτεί τη γειτονική πόλη της Δράμας: “Οι Βούλγαροι έρχονται στα μέρη αυτά να ζήσουν με τους Έλληνες σαν φίλοι”, θα πει εκείνο το θλιβερό απόγευμα της 30ης Απριλίου για να διαψευσθεί όμως τις αμέσως επόμενες μέρες κατά τρόπο τραγικό…

Βουλγαρική κατοχή

Με την είσοδο των Βουλγάρων για τρίτη φορά στην πόλη των Σερρών θα αλλάξει ριζικά για μια ακόμη φορά η ζωή των κατοίκων της. Στις 5 Μαΐου ο Διοικητής του στρατού κατοχής των Νομών Σερρών και Δράμας, συνταγματάρχης Μαντσούκωφ, ειδοποιούσε με ειδική διαταγή τους κατοίκους των περιοχών «προς γνώσιν και συμμόρφωσιν» για για παρακάτω:

«Αριθ. Διαταγής 7/3755

Συμφώνως της ως άνω διαταγής της 3 τρέχοντος του μηνός 1941 του Διοικητού των Βουλγαρικών Στρατιωτικών Αρχών Κατοχής Ανατ. Μακεδονίας και Θράκης από σήμερον 5 Μαϊου 1941 εγκαθίσταται ολοκλήρως η Βουλγαρική και Πολιτική κατοχή άνωθεν της Γραμμής Δοξάτου, ποταμός Αγγίτης, Σταθμός Αγγίστης (εκτός), Τσιφλίκ, Μπάνιτσα, χωρίον Κεφαλάρι, χωρίον Κωνσταντινιά και χωρίον Κρώμνη. Η ίδια Διοίκησις έρχεται επ’ ονόματι του ιστορικού δικαίου της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της τάξεως όλων των κατοίκων της περιφερείας ταύτης. Φωτεινόν μέλλον αναμένει όλους τους κατοίκους της ισχυράς και ηνωμένης Βουλγαρίας. Καλώ τους κατοίκους της κατεχομένης ζώνης να είναι εις γνώσιν και ολοκλήρως να συμμορφωθούν εις τας κάτωθι διατάξεις:

1ον) Από σήμερον αι Πολιτικαί και διοικητικαί αρχαί αναλαμβάνουν τα καθήκοντά των.

2ον) Από σήμερον η επίσημος ομιλουμένη και γραφομένη γλώσσα εις όλας τας Δημοσίας υπηρεσίας και παντού θα είναι η βουλγαρική….».

Ακολουθούσαν είκοσι απαγορευτικές διατάξεις με τις οποίες καθορίζονταν οι οικονομικές συναλλαγές των ανθρώπων, η συμπεριφορά και γενικά οτρόπος ζωής τους, ενώ βαρύτατες θα ήταν οι κυρώσεις σε περίπτωση που κάποιος θα παρέβαινε μια από αυτές. Οι διατάξεις συμπεριλάμβαναν και τις περιπτώσεις εκείνες των βιαιοπραγιών και σαμποτάζ που θα τιμωρούνταν αυστηρότατα. Περισσότερο όμως σκληρές θα ήταν οι “επί μέρους” βουλγαρικές διαταγές που θα κολλούνταν κάθε τόσο στους τοίχους, στα δημόσια καταστήματα, στις πλατείες και στα κεντρικά περάσματα. Μια από αυτές ήθελε την αναγραφή στη βουλγαρική γλώσσα όλων των επιγραφών των καταστημάτων και των δημοσίων ή ιδιωτικών γραφείων μέσα σε χρονικό διάστημα δεκαπέντε ημερών. Φαίνεται όμως πως τα πράγματα δεν πήγαν και τόσο καλά τουλάχιστον από την άποψη της …καλλιτεχνίας των πινακίδων ή ότι υπήρξε κάποια δυσφορία και καθυστέρηση στην εφαρμογή της διαταγής από μέρους των Σερραίων, γιατί στις 26 Μαΐου τοιχοκολλούνταν η υπ’ αριθ. 7 καινούρια και μάλιστα σε σκληρότερη γλώσσα διαταγή, σύμφωνα με την οποία και αφού γινόταν μια σχετική αναφορά στην προγενέστερη, διατάσσονταν«…όπως όλαι αι επιγραφαί να είναι γραμμέναι με καλήν εμφάνισιν και εις ανάλογον μέγεθος προς την τοποθεσίαν του Καταστήματος ή Γραφείου. Τα ονόματα των καταστηματαρχών επίσης δέον να είναι γραμμένα εις την Βουλγαρικήν γλώσσαν, ήτοι ονόματα και επώνυμα να φέρουν Βουλγαρικάς καταλήξεις ως Νικόλα Βασίλεφ και ουχί Νικολάου Βασιλειάδου. Δεν είναι δυνατή η ανάρτησις οιασδήποτε επιγραφής αν δεν προηγηθή έγκρισις παρά της επισήμου Επιτροπής της Δημαρχίας. Η μη εφαρμογή της διαταγής ταύτης θα συνεπάγεται πρόστιμον και κλείσιμον του Καταστήματος».

Ταυτόχρονα σχεδόν με τις πιο πάνω κοινοποιήσεις, οι Βούλγαροι κατακτητές απαγορεύουν την κυκλοφορία σε όλους τους κατοίκους πέρα από τη δύση του ήλιου, διατάζουν η θεία λειτουργία στις πόλεις και στα χωριά να γίνεται στη βουλγαρική γλώσσα, να μνημονεύονται οι βασιλιάδες της Βουλγαρίας και να αναρτηθεί στα γραφεία της Ιεράς Μητρόπολης Σερρών καθώς και στα γραφεία των Εκκλησιαστικών Επιτροπών η εικόνα του βασιλιά των Βουλγάρων Βόρι. Ύστερα αλλάζουν τις ονομασίες των κεντρικότερων οδών και πλατειών καθώς και τις ονομασίες των εκκλησιών, δίνοντας διάφορα δικά τους ονόματα. Για παράδειγμα, η σημερινή εμπορική οδός Ερμού μετονομάζεται σε οδό Μπενίτο Μουσολίνι, η Πλατεία Ελευθερίας σε πλατεία πρίγκιπα Συμεών Τερνόφσκι, η κεντρική οδός Μεραρχίας Σερρών σε οδό Βόριδος του Α’ και η ιερά μητρόπολη των Μεγάλων Ταξιαρχών σε μητρόπολη των Μεγάλων Αρχαγγέλων. Στους υπόλοιπους δρόμους αντικαθιστούν τα μέχρι τότε ονόματά τους με αριθμούς. Όσες από τις ελληνικές εκκλησίες δε μπορούν να λειτουργήσουν γιατί οι ιερείς τους δεν ξέρουν βουλγαρικά ή δεν βρίσκεται τελικά κάποιος βούλγαρος ιερέας, κλειδώνονται και τα κλειδιά παραδίνονται στις κατά τόπους βουλγαρικές αρχές. Σε όσες θα επιμείνουν στη λειτουργία τους, σβήνονται τα ελληνικά ονόματα των αγίων και προστίθεται σ’ αυτά ένα «εφ» ή ένα «ωφ». Πολλοί κάτοικοι θα πηγαίνουν κάθε Κυριακή πρωί για να παρακολουθήσουν τη θεία λειτουργία στο διπλανό Νεοχώρι, αφού μόνο στην εκεί εκκλησία θα γίνεται αυτή στην ελληνική γλώσσα. Από τα περίπτερα και τα καπνοπωλεία θα πωλούνται μόνο βουλγάρικα τσιγάρα ευτελούς ποιότητας που φέρουν την ονομασία «Πομπένα» (Νίκη). Στη συνέχεια όλοι οι κάτοικοι αναγκάζονται να αλλάξουν τις ταυτότητέςτους που έχουν διαφορετικό χρώμα από τις βουλγάρικες, ενώ τους απαγορεύεται να αγοράζουν οτιδήποτε με χρήματα. Κυκλοφορούν έτσι τα θρυλικάκουπόνια που η χρήση τους απαγορεύεται εφ’ όσον οι κάτοχοί τους θα είναι Έλληνες στα διάφορα βουλγάρικα πρατήρια και “συνεταιριστικά κέντρα” που ανοίγουν στην πόλη και σε όλες τις κωμοπόλεις, ενώ η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος περνάει στη βουλγάρικη τραπεζική αρμοδιότητα και ονομάζεται “Μπαλγκρόσκια Ναρόντια Μπάνκα». Για την έκτακτη “ενημέρωση” των κατοίκων της πόλης των Σερρών θα χτυπάει σε όλα σχεδόν τα χρόνια της κατοχής ένα τύμπανο («μπαραμπάνι»), από κάποιο βούλγαρο, μπροστά στο καφενείο της “Αίγλη” και στη συνέχεια ο τυμπανιστής θα προβαίνει στη σχετική «ενημέρωση».

Τα πράγματα στα χωριά της περιφέρειας είναι ακόμη πιο άγρια και σκληρά. Εκτός από την κατάργηση των μέχρι τότε ελληνικών κοινοτικών αρχών, κατάσχονται πολλά από τα καλύτερα σπίτια των χωρικών και παραδίνονται σε βουλγαρικές οικογένειες που έρχονται ως …έποικοι! από το εσωτερικό της Βουλγαρίας. Βούλγαροι χωροφύλακες, αλλά και αγροφύλακες που υποτίθεται ότι θα αποτελούν τα όργανα του νόμου και της αγροτικής ασφάλειας και βούλγαροι δικαστές αντικαθιστούν τους Έλληνες. Κάθε έννοια περί προστασίας του οικογενειακού ασύλου καταργείται «διά της ανά πάσαν ώραν της ημέρας και της νυκτός ενέργειας κατ’ οίκον ερευνών υπό το πρόσχημα της ανακαλύψεως δήθεν κεκρυμμένων όπλων και πολεμοφοδίων εν τη πραγματικότητι όμως με σκοπόν και αποτέλεσμα την διαρπαγήν και την λεηλασίαν καθώς επίσης την τρομοκράτησιν του πληθυσμού…». Ταυτόχρονα οι περιουσίες όλων όσων είχαν προλάβει κι είχαν φύγει θεωρήθηκαν «αδέσποτες» και δημεύτηκαν μέσα από τη δυσβάστακτη φορολογία που αντιπροσώπευε το 1/2 της όλης αξίας, κινητής και ακινήτου, των περιουσιακών τους στοιχείων. Το μέτρο εφαρμόστηκε και για ένα μεγάλο επίσης αριθμό Ελλήνων που παρέμειναν στον τόπο τους.

Ακόμη η βουλγάρικη γλώσσα θα μπει ως υποχρεωτική σε όλα τα ελληνικά σχολεία. Τα περισσότερα ελληνόπουλα θα αναγκαστούν έτσι να διακόψουν την παραπέρα εκπαίδευσή τους, ενώ όλες οι δημόσιες υπηρεσίες θα πλημμυρίσουν από βούλγαρους υπάλληλους, που κατά κύματα θα συνεχίζουν να καταφτάνουν στα Σέρρας. Όλα τα επίσημα έγγραφα θα συντάσσονται πλέον στη βουλγαρική γλώσσα. Η κατάσταση θα δημιουργήσει καινούριες και μεγάλες δουλειές για τους βούλγαρους δικηγόρους, που ανοίγουν δικά τους δικηγορικά γραφεία. Στη σερραϊκή αγορά έρχονται τα πάνω κάτω. Για να δουλέψει μια ελληνική επιχείρηση ή ένα εμπορικό κατάστημα, εκτός από τη βουλγάρικη επιγραφή και την εκβουλγαροποίηση του ονόματός του, ο έλληνας ιδιοκτήτης είναι υποχρεωμένος να προσλάβει κι έναν βούλγαρο συνεταίρο και να μοιράζεται μαζί του τα τυχόν κέρδη, όχι όμως και τα έξοδα. Μέσα από αυτόν τον αναγκαστικό συνεταιρισμό θα επιχειρηθεί τελικά με διάφορα μέσα η αναγκαστική αποχώρηση από την επιχείρηση του πραγματικού της ιδιοκτήτη.

Κάθε τι το ελληνικό αρχίζει έτσι και γίνεται παρελθόν, ενώ απελαύνεται το πνευματικό και το επιστημονικό δυναμικό, δηλαδή όλοι σχεδόν οι μορφωμένοι της εποχής. Καθημερινά έρχονται και κυκλοφορούν οι βουλγάρικες εφημερίδες, καθώς και όλα τα έντυπα του κατακτητή και σε λίγο θα κυκλοφορήσει και η εβδομαδιαία εφημερίδα «Βουλγάρικος Νότος» που θα τυπώνεται στα κατασχεμένα τυπογραφεία της ελληνικής εφημερίδας «Η Πρόοδος». Το κατάστημα στη γωνία Μεραρχίας και σημερινής οδού Δ. Σολωμού μετατρέπεται σε πρακτορείο βουλγάρικων εφημερίδων και περιοδικών. Στην πρόσοψή του όσοι θέλουν μπορούν να διαβάσουν στη βουλγάρικη γλώσσα τα θριαμβευτικά για τους Γερμανούς και τους άλλους σύμμαχους των Βουλγάρων «νέα» του πολέμου.

Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα που δημιουργείται σχεδόν από την πρώτη κιόλας μέρα της κατοχής είναι η έλλειψη τροφίμων. Όλα τα είδη πρώτης ανάγκης, αρχής γενομένης από το ψωμί, θα αγοράζονται με τα κουπόνια που θα χορηγεί η βουλγάρικη διοίκηση, ανάλογα με το πόσα άτομα αποτελούν την κάθε σερραϊκή οικογένεια. Κάθε οικογένεια θα δικαιούται μία οκά κρέας το μήνα και κατά τη μέρα της διανομής του θα γίνεται το σώσε! Πολλές φορές μερικά από αυτού του είδους τα ανταλλάγματα της ανθρώπινης επιβίωσης θα είναι ιδιαίτερα πικρά και εθνικά ταπεινωτικά για τις φτωχότερες και τις πλέον υποβαθμισμένες τάξεις των ανθρώπων. Θα ανθίσει έτσι στους αμέσως επόμενους μήνες και στα χρόνια που θα ακολουθήσουν η μαύρη αγοράγια ένα σωρό είδη, που όμως θα την υποθάλπουν, αλλά και θα την καλλιεργούν οι ίδιοι οι Βούλγαροι, αφήνοντας μερικά από τα πλέον δυσεύρετα τρόφιμα να διαρρέουν μέσα από δικούς τους ανθρώπους. Συλλέγουν έτσι όσα από τα πλέον πολύτιμα αντικείμενα πρόλαβαν να κρύψουν μερικοί από τους κατοίκους και κυρίως κοσμήματα και χρυσές λίρες, με τα οποία θα προσπαθήσουν να κερδίσουν την επιβίωση της οικογένειάς τους. Η μαύρη αγορά γίνεται παντού, αλλά ως κεντρικός χώρος διεξαγωγής της υπήρξε η περιοχή της σημερινής πλατείας Εμπορίου, που ήταν περισσότερο γνωστή ως “Ταμπάχανα”.

Στη συνέχεια καθιερώνεται καθημερινή συγκοινωνία με τρένο για την πρωτεύουσα της Βουλγαρίας, τη Σόφια, και ύστερα γίνεται προσπάθεια να καθιερωθούν ορισμένες βουλγάρικες γιορτές, όπως εκείνη της …απελευθέρωσης των Σερρών, που οι κατακτητές τη γιορτάζουν μέσα στο Μάρτιο με επισημότητα, παράτες, παρελάσεις, καλλιτεχνικές εκδηλώσεις αλλά και δεξιώσεις στο Δημαρχείο ή στο μέγαρο της Νομαρχίας. Άλλη γιορτή που θα τιμήσουν με ιδιαίτερη επισημότητα οι βούλγαροι κατακτητές είναι εκείνη του Αγίου Γεωργίου, η “Γιορτή της Ανδρείας”, καθώς κι εκείνη των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου. Θα πάρει έτσι η ζωή των ανθρώπων έναν παράξενο, θλιβερό και μελαγχολικό ρυθμό. Οι μέρες ξαφνικά θα μεγαλώσουν και θα γίνουν αβάσταχτες, οι εβδομάδες θα γίνουν πολύ μακριές και οι μήνες σχεδόν ατελείωτοι. O φωτισμός στα σπίτια θα είναι περιορισμένος, η κατοχή και το διάβασμα ελληνικών βιβλίων θα απαγορεύονται αυστηρά και με ποινές ιδιαίτερα σκληρές και εξοντωτικές και μόνη διέξοδος θα είναι κάποιος περίπατος μέχρι το σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης τα πρωινά της Κυριακής και το καφενείο, όπου όμως ο μοσχοβολιστός καφές έχει αντικατασταθεί από ένα μαυροζούμι κατώτερης ποιότητας.

Η πολιτιστική κίνηση και διασκέδαση θα φτάσουν σε μηδενικό σημείο. Ο κινηματογράφος «Κρόνιον» θα παραχωρηθεί σε έναν νεοϊδρυμένο βουλγάρικο φιλανθρωπικό-πολιτιστικό σύλλογο, που έχει την ονομασία «Ντίμτσιο Ντεμπελιάνωφ», ονομασία που δανείζεται και στον κινηματογράφο. Ταυτόχρονα ιδρύεται ομώνυμη βιβλιοθήκη, αναγνωστήριο, βουλγάρικη αστική λέσχη και σύλλογοι επαγγελματιών που θα παίρνουν μέρος σε γιορτές και παρελάσεις. Μέσα απ’ όλα αυτά οι Βούλγαροι θα προσπαθήσουν να διοργανώσουν ορισμένες πολιτιστικές εκδηλώσεις. Είναι μια προσπάθεια ενταγμένη στο γενικότερο πρόγραμμα κάποιας εσωτερικής προπαγάνδας «παραπολιτισμού», μιας και το πρόγραμμα αποικισμού που πάνω του οι βούλγαροι κατακτητές είχαν στηρίξει πολλά από τα όνειρά τους για άλωση του χώρου και της ψυχής των Ελλήνων δεν είχε φέρει τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Μια ευκαιρία, θα λέγαμε, να παρουσιαστούν μέσα από αυτές στα μάτια των Ελλήνων η δήθεν ψυχική και πνευματική καλλιέργεια των βουλγαρικών κοινωνικών τάξεων. Από το πρόγραμμα των ταινιών αμέσως θα αποκλειστούν όλες οι εγγλέζικες κι όταν αργότερα θα μπει και η Αμερική στον πόλεμο, θα απαγορευτούν και όλες οι αμερικάνικες ταινίες, για να συνεχίσουν οι προβολές του με γαλλικές, γερμανικές, ουγγρικές και βουλγάρικες τις οποίες θα φέρνουν από τη Σόφια. Υπεύθυνος για το πρόγραμμα των ταινιών ήταν ο βούλγαρος γυμνασιάρχης Ποπ Ιλίεφ και για μηχανικός του κινηματογράφου θα επιστρατευθεί ο έλληνας Τρύφων Πολυβακίδης. Στην αίθουσά του γίνονταν και άλλες μουσικοκαλλιτεχνικές εκδηλώσεις, που τις παρακολουθούσαν κυρίως οι βούλγαροι δημόσιοι υπάλληλοι, όπως το κοντσέρτο του Χρήστο Ζλάτωφ στις 25 Μαρτίου του 1942. Ο άλλος χειμερινός κινηματογράφος, το “Πάνθεον”, είχε μετονομασθεί σε “Σαν Στέφανο” σε ανάμνηση της συνθήκης του 1878, την εφαρμογή της οποίας η Βουλγαρία πάντα ονειρευόταν, αφού μ’ αυτήν θα έφτανε μέχρι τη θάλασσα του Αιγαίου. Από τους τρεις «προπολεμικούς» συνεταίρους του «Πάνθεον» δεν είχε πλέον απομείνει κανείς στην πόλη. Όμως και παρά τις τεράστιες δυσκολίες που αντιμετώπιζαν, οι κινηματογράφοι θα συνεχίσουν λίγο πολύ να διασκεδάζουν τους ανθρώπους. Οι προβολές για τους Έλληνες θα είναι μόνο απογευματινές (λόγω της απαγόρευσης της κυκλοφορίας) και οι βραδινές για τους Βουλγάρους.

Τα χρόνια είναι δύσκολα, τα προβλήματα είναι πια ζωής και θανάτου και οι άνθρωποι σκεπτικοί και φοβισμένοι. Ιδιαίτερα για το δικό μας χώρο, που η κατοχή ήταν απείρως πιο βαριά, ο βούλγαρος κατακτητής ιδιαίτερα σκληρός, εκδικητικός και ανελέητος και ο χρόνος πέτρινος, που δε θα λεει να κυλήσει με τίποτα. Οι μέρες που ακολουθούν είναι βαρυφορτωμένες με αίμα. Οι Βούλγαροι καίνε και θύουν χωρίς κανέναν φραγμό και έλεος στην προσπάθειά τους να εκβουλγαρίσουν τον τόπο. Τα βουλγάρικα πολυβόλα που είναι στημένα στις γέφυρες του Στρυμόνα δουλεύουν ακατάπαυτα και τα πτώματα των ανθρώπων που θα επιχειρήσουν να περάσουν “πέρα μεριά” θα επιπλέουν σωρηδόν στην επιφάνεια του νερού. Του κάκου, η επιτροπή Μακεδόνων και Θρακών που συστήθηκε στην Αθήνα προς τα τέλη Μαΐου του 1941 θα διαμαρτύρεται με «μακρόν υπόμνημά» της προς τους πληρεξουσίους του Ράιχ και της Ιταλίας «επί της κατοχής ελληνικών επαρχιών εν Μακεδονία και Θράκη υπό της Βουλγαρίας». Από τον Ιούνιο του 1941 μέχρι τον Ιούλιο του 1943 η επιτροπή είχε υποβάλει στους Γερμανούς και στους Ιταλούς αντιπροσώπους 26 συνολικά διαμαρτυρίες για τη συμπεριφορά των Βουλγάρων «υπερασπίζοντας βήμα προς βήμα τα δίκαια του τυραννουμένου ελληνικού πληθυσμού». Οι διαμαρτυρίες αυτές στέλνονταν ταυτόχρονα και στο διεθνή Ερυθρό Σταυρό.

Από τις πλέον σπουδαίες διαμαρτυρίες ήταν αυτές από τον Οκτώβριο μέχρι και το Δεκέμβριο του 1941, που κατάγγειλαν “την πολιτική της βίαιης ξερίζωσης του ελληνικού πληθυσμού που οι βούλγαροι είχαν συστηματικά αρχίσει να εφαρμόζουν στις επαρχίες μας” μέσα από τις συγκεκριμένες πράξεις θανάτου. Είναι οι μέρες που ακολούθησαν τα γνωστά ως «Τα γεγονότα της Δράμας» και που έδωσαν την ευκαιρία και τη δυνατότητα στους Βουλγάρους να περάσουν “δια στόματος μαχαίρας” τους ελληνικούς πληθυσμούς της Αν. Μακεδονίας, χρησιμοποιώντας στην επιχείρησή τους αυτή πυροβολικό, αεροπλάνα, πολυβόλα “και περισσότερο απ’ όλα το φονικότερο όπλο, τους κομιτατζήδες”, γράφει ο Α. Ι. Σβώλος. Επί μέρες οι στρατιώτες του Βόρι θα καίνε, θα βιάζουν, θα σκοτώνουν και θα ερημώνουν ανενόχλητοι. Οι ομαδικές σφαγές, τα φρικιαστικά εγκλήματα και η εφιαλτική τρομοκρατία θα είναι τα κύρια χαρακτηριστικά ενός ματωμένου φθινοπώρου για τους κατοίκους της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Μόνο εκεί προς τα μέσα του Νοεμβρίου και ύστερα από αλλεπάλληλες διαμαρτυρίες των διαφόρων οργανισμών, θα συγκινηθούν κάπως οι γερμανικές αρχές και θα στείλουν μία επιτροπή αξιωματικών που “θα μείνει κατάπληκτος από τα βουλγαρικά εγκλήματα και τας κακούργας μεθόδους που εφηρμόσθησαν δια την εξόντωσιν 700.000 Ελλήνων”!

Η «υπό την βίαν των όπλων» απέλαση του δεσπότη Σερρών Κωνσταντίνου 

Οι Βούλγαροι ζήτησαν από τον τότε δεσπότη Κωνσταντίνο να είναι έτοιμος για την αναχώρησή του από την πόλη των Σερρών την Τετάρτη, 4 Ιουνίου, στις 4 το απόγευμα. Είχαν προηγηθεί «άγριες κόντρες» ανάμεσα στον έλληνα αρχιερέα και στο διοικητή της βουλγάρικης Ασφάλειας ΣερρώνΒοδένο Τσάρεφ, καθώς και με το στρατιωτικό διοικητή της πόλης Μαγιόρ Τύρνεφ. Λίγο πριν την αναχώρησή του, ο Κωνσταντίνος κάλεσε το γιατρόΠρόκο, που ήταν άριστος γνώστης της γερμανικής γλώσσας, και μαζί του συνέταξε μια πλήρη και λεπτομερή έκθεση για όλα όσα είχαν προηγηθεί, δηλαδή «της ασκηθείσης επ’ αυτού πιέσεως προς λήψιν υπογραφής και εκδίωξίν του και ότι επιθυμεί να μείνη εις Σέρρας εν τω μέσω του ποιμνίου του, να εκτελή τα θρησκευτικά του καθήκοντα». Την έκθεση αυτή με τον Γεώργιο Μαυραντζά, ο Δεσπότης την παρέδωσε στο μοναδικό Γερμανό που εξακολουθούσε να παραμένει στην πόλη των Σερρών, που όμως τον συμβούλεψε «ότι θεωρεί προτιμώτερον να συμμορφωθή προς τας διαταγάς και αργότερον θα εξητάζετο υπό των γερμανών η υπόθεσίς του». Στις 4 μ.μ. ακριβώς, ο βούλγαρος διοικητής της Ασφάλειας έφτασε με δύο βούλγαρους χωροφύλακες κι ένα αυτοκίνητο για να παραλάβουν το Δεσπότη, ο οποίος για μια ακόμη φορά αρνήθηκε να αναχωρήσει. Περισσότερες λεπτομέρειες γι’ αυτήν την τελευταία άρνηση του Δεσπότη Σερρών να αναχωρήσει από την πόλη του, μας δίνει ο συγγραφέας Γ. Μαλατάκης:

«…Ούτω έφθασεν η ορισθείσα ημέρα και ώρα, καθ’ ην ο ΒούλγαροςΔιοικητής της Ασφαλείας μετά δύο χωροφυλάκων διέταξε να επιβή αυτοκινήτου προς αναχώρησιν. Αντέταξε άρνησιν λέγων “δεν φεύγω” και τούτο ενώπιον πολλών παρευρεθέντων. Τότε ήρξατο νέον υβρεολόγιον μεταξύ των δύο, κατά την διάρκειαν του οποίου ούτος προέβη εις απειλήν σύρων το περίστροφόν του. Εκ των παρευρισκομένων γυναικών ήρξαντο τινες να κλαίουν και όλοι ομού να παρακαλούν να συμμορφωθή προς αποφυγήν του χείρονος. Προ της επιμονής των εδήλωσεν εις τον Διοικητήν ότι θα έφευγε την επιούσαν, πάντοτε ελπίζων να καταφθάση διαταγή τις εξ Αθηνών. O βούλγαρος εδέχθη και την 8ην πρωινήν της Πέμπτης στρατός πολύς εις πυκνήν συστοιχίαν από της Μητροπόλεως μέχρι του τέρματος της πόλεως παρετάχθη, αμέτρητοι χωροφύλακες άλλοι εντός και παρά τη Μητροπόλει και άλλοι κωλύοντες εξ ημίσεος χιλιομέτρου πάσαν προσέγγισιν εις την Μητρόπολιν, επλαισίωναν την ορισθείσαν απέλασίν τσυ. Εξερχόμενος της Μητροπόλεως ύψωσε τας χείρας του προς τον ουρανόν και ηυχήθη να φυλάττη ο Θεός τους χριστιανούς του, να συντρίψη τελικώς τους επιδρομείς και διά της επανόδου του να λήξη η ταλαιπωρία της Μητροπόλεως και του ποιμνίου του και ανεχώρησε συνοδευόμενος μέχρι της γεφύρας του Στρυμόνος υπό ενός βουλγάρου αστυνόμου. Επί της γεφύρας διεβεβαίωσε τον ερωτήσαντα αστυνόμον ότι θα είναι εις την γειτονίαν των εις Νιγρίταν, τα κηρύγματά του θα τα ακούουν, η πνοή του θα είναι αισθητή εις αυτούς, εδήλωσε διά τινός βαρείας φράσεως την προς αυτόν και το Έθνος των αποστροφή του και διήλθε την γέφυραν εις το γερμανοκρατούμενον έδαφος…».

Εθνική αντίσταση

 Το ξεκίνημα της Εθνικής μας Αντίστασης και οι πρώτοι καπετάνιοι του αγώνα

Σχεδόν ταυτόχρονα με την είσοδο των κατακτητών στη χώρα μας θα αρχίσει και ο απελευθερωτικός αγώνας των Ελλήνων. Έτσι τον Αύγουστο κιόλας του 1941, θα κάνει την εμφάνισή της η πρώτη οργανωμένη ελληνική αντάρτικη ομάδα στο βουνό Κερδύλιο με την ονομασία «Οδυσσέας Ανδρούτσος» με αρχηγό τον Στέργιο Μουδιώτη και λίγο αργότερα το δάσκαλο Θανάση Γκένιο (Λασσάνη) και υπαρχηγό τον Περικλή Σταματόπουλο. Η πρώτη συνδυασμένη επιχείρηση, που θα πρέπει να έβαλε σε σκέψεις τους Γερμανούς, ήταν αυτή της 27ης Σεπτεμβρίου, όταν οι αντάρτες των Κερδυλίων, πιάνοντας τους έλληνες χωροφύλακες κυριολεκτικά στον ύπνο, κατάφεραν να πάρουν από τον αστυνομικό σταθμό της Ευκαρπίας αρκετό οπλισμό, σκοτώνοντας έναν από αυτούς, το Μανόλη Ασβεστάκη. Οι αντάρτες πριν αποχωρήσουν, σύμφωνα με προσωπική διήγηση του γιατρού Φίλιππου Φυλακτού που αργότερα υπηρέτησε στον Ε.Λ.Α.Σ. και στον Δ.Σ σκόρπισαν προκηρύξεις που άρχιζαν με το γνωστό τραγούδι των κλεφτών του ’21:

“Μάνα σου λέω δεν μπορώ τους Τούρκους να δουλεύω, 

θα πάρω δίπλα τα βουνά δίπλα τα κορφοβούνια…”. 

Ταυτόχρονα, μια άλλη ομάδα με αρχηγό τον Μπογατσόπουλο, αφού αιφνιδίασε τους χωροφύλακες στο σταθμό της Μαυροθάλασσας, άνοιξε τις εκεί αποθήκες τροφίμων και μοίρασε τρόφιμα στους φτωχούς κατοίκους, ενώ μια τρίτη πήγε στο Αηδονοχώρι και από τις εκεί εγκαταστάσεις της ΕΤΥΕΜ φόρτωσε σε ζώα και πήρε μαζί της διάφορα υλικά και εργαλεία. Την επομένη έφτασαν στην περιοχή οι Γερμανοί. Έξω από το Αηδονοχώρι σκότωσαν έναν βοσκό και προέβησαν σε συγκέντρωση των κατοίκων της Μαυροθάλασσας, σκοτώνοντας έναν που πήγε να κρυφτεί.

Ύστερα από την ενέργειά τους αυτή οι αντάρτες εξέλεξαν παμψηφεί ως αρχηγό τους το Λασσάνη, δίνοντας την ονομασία «Οδυσσέας Ανδρούτσος» στην αντάρτικη ομάδα τους. Οι μικροεπιχειρήσεις και οι εμφανίσεις των ανταρτών στην περιοχή άρχισαν να παίρνουν πολύ γρήγορα τη μορφή ενός πλατύτερου ξεσηκωμού. Στα μέσα περίπου του Σεπτεμβρίου, καμιά πενηνταριά αντάρτες του Λασσάνη, αφού μπήκαν στο χωριό Δάφνη και αφόπλισαν τους πέντε χωροφύλακες του εκεί Σταθμού, χτύπησαν τις καμπάνες και συγκέντρωσαν τον κόσμο στην πλατεία, προς τον οποίο και μίλησε o Λασσάνης για τους σκοπούς και τις επιδιώξεις του αντάρτικου. Την επομένη της αντάρτικης επιχείρησης, οι Γερμανοί συγκέντρωσαν τους κατοίκους της Δάφνης και πήραν μαζί τους 17 άτομα.

Ύστερα από αυτό, η ομάδα του «Οδυσσέα Ανδρούτσου» χωρίστηκε στα δυο. Το ένα της τμήμα χτυπήθηκε από τους Γερμανούς στις 5 Οκτωβρίου και διαλύθηκε, ενώ ο αρχηγός της, ο Στέργιος Μουδιώτης, κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη. Σχεδόν ταυτόχρονα, οι Γερμανοί χτύπησαν και τη δεύτερη αντάρτικη ομάδα που με αρχηγό το Λασσάνη είχε λημεριάσει στο «Καρά Μπουνάρ». Μετά από σύντομη μάχη οι Γερμανοί έπιασαν δύο αντάρτες, τραυμάτισαν έναν τρίτο και στη συνέχεια σκότωσαν δύο ανύποπτους ξυλοκόπους. Ύστερα από αυτό, πολλοί από τους αντάρτες σκόρπισαν. Ο Λασσάνης, λέει, πως ακολούθησαν μέρες πολύ σκληρές:

«… Ήμασταν μόνιμα υπό καταδίωξη. Στις 26 Οκτωβρίου 1941 φύγαμε και πήγαμε στα υψώματα Νεοχωρίου της περιοχής Χαλκιδικής όπου και πάλι προδοθήκαμε και στις 27 Νοεμβρίου μας επιτέθηκαν Γερμανοί και χωροφύλακες. Έτσι αναγκαστήκαμε να φύγουμε στο Σοχό. Ήμασταν πια σε πολύ άσχημη κατάσταση. Κάθε απόπειρα της οργάνωσης να μας τροφοδοτήσει αποτύχαινε…». 

Η πείνα, το κυνήγι των Γερμανών, η προδοσία, οι κακουχίες και το χιόνι που αρχίζει να πέφτει, αφανίζουν τους αντάρτες. Ο λιμός σαρώνει την Ελλάδα και ο τρόμος, ύστερα μάλιστα κι από το κίνημα της Δράμας που πνίγηκε στο αίμα και τις εκτελέσεις στα Κερδύλια, σφίγγει σα θανατερός βρόχος τις ψυχές των ανθρώπων. Σχεδόν ταυτόχρονα ένας άλλος έλληνας αξιωματικός, ο σερραίος ταγματάρχης του πυροβολικού Βασίλης Μερκουρίου, είχε συγκροτήσει στις αρχές Σεπτεμβρίου στην ορεινή περιοχή της Ποντοκερασιάς την αντιστασιακή ομάδα “Ελευθερία” με δύναμη δέκα αντρών.

Στις 19 Οκτωβρίου η αντάρτικη ομάδα του Μερκουρίου θα στήσει ενέδρα στο 64ο χιλιόμετρο του δρόμου Θεσσαλονίκης-Σερρών και θα χτυπήσει ένα γερμανικό καμιόνι, σκοτώνοντας δύο γερμανούς και τραυματίζοντας έναν άλλο. Οι Γερμανοί με προκήρυξή τους δίνουν 300.000 σε όποιον θα καταδώσει τους δράστες του φόνου των Γερμανών και ταυτόχρονα το απόγευμα της επομένης κρεμούν μπροστά στο κοινοτικό κατάστημα του Καλόκαστρου και παρουσία των κατοίκων 10 πατριώτες, που είχαν φέρει δεμένους με συρματόσχοινο μέσα σε μια κλούβα από τη Θεσσαλονίκη. Κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης ένας από τους καταδικασμένους κατάφερε να βγάλει τη θηλιά από το λαιμό του και να το σκάσει κυριολεκτικά μέσα από τα χέρια των εκτελεστών του. Τα σώματα των απαγχονισμένων έμειναν στην κρεμάλα τρεις μέρες, σύμφωνα με διαταγή των Γερμανών και στη συνέχεια τάφηκαν μερίμνη του προέδρου της κοινότητας σε κοινό τάφο, στην αυλή της εκκλησίας. Ύστερα οι Γερμανοί θα συνέχιζαν να σαρώνουν όλα τα χωριά της περιφέρειας καίγοντας, συλλαμβάνοντας και εκτελώντας.

Η θυσία των Κερδυλλίων

17 Οκτωβρίου 1941: Ραψωδία θανάτου στα Κερδύλια

Μερικές μέρες πριν και συγκεκριμένα στις 2 Οκτωβρίου, γερμανοί στρατιώτες θα κυκλώσουν τα δύο χωριά Πάνω και Κάτω Κερδύλλια και αφού θα κάνουν εξονυχιστικές έρευνες και ανακρίσεις, θα φύγουν. Στις 12 Οκτωβρίου οι Γερμανοί θα ξανανεβούν στα ίδια χωριά και αφού συγκεντρώσουν όλους τους κατοίκους στην πλατεία και τους ανακρίνουν για δεύτερη φορά, τελικά θα ξαναφύγουν, αφού όμως κάψουν προηγουμένως μερικά σπίτια, παίρνοντας μαζί τους για ανακρίσεις στο Σταυρό όλους σχεδόν τους άντρες των δύο χωριών και συλλαμβάνοντας τον γιατρό της Ευκαρπίας Φ. Φυλακτό με αφορμή το επεισόδιο του Κίκυρα. Λεει o γιατρός των Κερδυλλίων Φ. Φυλακτός γι’ αυτή τους τη μεταφορά:

«… Από την Ευκαρπία με ένα φορτηγό με. μετέφεραν στο φρουραρχείο του Σταυρού. Προηγουμένως, όμως, περνώντας από το «Λιοντάρι της Αμφίπολης» είδα όλη την πλαγιά του βουνού σχεδόν γεμάτη από ανθρώπους, τους οποίους οι Γερμανοί φόρτωναν στα άλλα καμιόνια που μας ακολουθούσαν και τους έπαιρναν μαζί τους. Όταν φτάσαμε στο Σταυρό μας μάντρωσαν στην αυλή του εκεί δημοτικού σχολείου και μας άφησαν να περιμένουμε μέχρι το βράδυ οπότε και μας μετέφεραν σε έναν θάλαμο του σχολείου για να κοιμηθούμε… Την άλλη μέρα μας πήγαν στην εκκλησία του χωριού όπου άρχισαν οι ανακρίσεις… Αργότερα ήρθαν και οι κάτοικοι των Κερδυλίων που θα πρέπει να πω ότι ήταν τουλάχιστον καμιά ογδονταριά χωρίς όμως να ξέρουν γιατί βρίσκονταν εκεί όπως δεν ήξερα και εγώ o ίδιος. Οι ανακρίσεις κράτησαν τρεις-τέσσερις μέρες. Την προτελευταία μέρα, τα μέτρα πίεσης από μέρους των Γερμανών προς τους κρατούμενους άνδρες των Κερδυλίων χαλάρωσαν κι έτσι μπορούσαμε να λέμε καμιά κουβέντα… Τελικά τόσο εγώ όσο και οι Κερδυλιώτες πιστέψαμε ότι η υπόθεση είχε λήξει και δεν θα έπρεπε να φοβόμαστε τίποτα. Κι έτσι εκείνο το τελευταίο βράδυ πέσαμε να κοιμηθούμε περισσότερο ξέγνοιαστοι. Δίπλα μου κοιμόταν ένας μπακάλης των Κάτω Κερδυλίων που ονομαζόταν Σκόρδας που μου λέει σε μια στιγμή: Γιατρέ έτσι και γλιτώσουμε, οι δυο μας θα πάμε στη Θεσσαλονίκη και θα γλεντήσουμε και ας πάει και το παλιάμπελο! Τόση φρίξη είχε πάρει ο άνθρωπος… Πριν το ξημέρωμα οι Γερμανοί χωρίς να το περιμένει κανένας εισέβαλαν στην αίθουσα τους σχολείου, μας σήκωσαν με φωνές από τον ύπνο και φόρτωσαν όλους τους Κερδυλιώτες σε καμιόνια… …Αργά προς το σούρουπο τα αυτοκίνητα που είχαν ξεκινήσει με τους Κερδυλιώτες επέστρεψαν άδεια. Προς το βράδυ ήρθε και με πήρε έξω ένας γερμανός αξιωματικός. Εκεί είχε έναν διερμηνέα με τον οποίο και συνεννοούνταν στα γαλλικά. Μόλις με είδε μου είπε: -Σήμερα πήγαμε επάνω στα Κερδύλια, εκτελέσαμε όλους τους κατοίκόυς και κάψαμε τα χωριά!».

-“Θα εκτελεστείς την αυγή..”

Σχεδόν πριν από το ξημέρωμα της Παρασκευής, στις 17 Οκτωβρίου 1941, οι Γερμανοί θα έχουν φτάσει κάτω από συνεχή βροχή στη περιοχή των Κερδυλίων. Δύο λόχοι από ΕΣ-ΕΣ θ’ αρχίσουν να σκαρφαλώνουν μέσα από πουρνάρια και νεροσυρμές από το Χάντακα, τους Μπαλαφράδες και το Τσάγεζι. Παρά το γεγονός ότι υπήρχε άνετος και καλοστρωμένος χωμάτινος δρόμος, οι Γερμανοί σε όλες τους τις επισκέψεις είχαν προτιμήσει τον αιφνιδιασμό κάνοντας την εμφάνισή τους μέσα από μονοπάτια και χαράδρες. Όταν θα φτάσουν στα δύο ήσυχα και αμέριμνα χωριά θα έχει κιόλας ξημερώσει. Είναι ένα άσκημο, μουσκεμένο πρωινό και οι λασπωμένοι δρόμοι του χωριού είναι έρημοι. Οι περισσότεροι από τους κατοίκους κοιμούνται τον ύπνο του δικαίου. Ίσως μερικές οικογένειες να ανησυχούν για τους δικούς τους. Είναι αυτές που οι Γερμανοί πρόλαβαν και πήραν τους άντρες τους πριν μερικές μέρες. Αλλά απλά ανησυχούν. Ούτε που περνάει από το μυαλό τους πως το φάσγανο του θανάτου έχει για τα καλά. σημαδέψει το χωριό, το σπίτι, τους ανθρώπους τους. Ύστερα τα πάντα τρέχουν με κινηματογραφική ταχύτητα. Οι Γερμανοί σπάζουν τις πόρτες, μπαίνουν αγριεμένοι στα σπίτια, ξυπνούν τους ανθρώπους, τραβούν τους άντρες από τα κρεβάτια, αρπάζουν τα κάπως μεγάλα παιδιά. Δεν ακούγεται τίποτα άλλο πια εκτός από κραυγές και οιμωγές πόνου. Τους άντρες και τα κάπως μεγαλωμένα παιδιά τα οδηγούν μέσα από τους λασπωμένους δρόμους εκεί που έχουν μαντρώσει από πριν και όσους είχαν φέρει μαζί τους από το Σταυρό. Όλοι αρχίζουν και καταλαβαίνουν τη φριχτή πραγματικότητα.

Για την τελική πράξη του δράματος έχουν επιλεγεί δύο διαφορετικοί τόποι θυσίας, ένας για το κάθε χωριό. Η μία ομάδα των μελλοθάνατων δεν βλέπει και δεν ακούει την άλλη. Τα χωριά απέχουν το ένα από το άλλο μερικές εκατοντάδες μέτρα, σχεδόν κοντά στο χιλιόμετρο. Τα γυναικόπαιδα και οι γέροντες σπρώχνονται προς την αντίθετη κατεύθυνση, απομακρύνονται από τους τόπους των εκτελέσεων. Μαζί τους βρίσκονται ο παπάς, ο δάσκαλος και ένας δασικός υπάλληλος, ο Νίκος Ευθυμίου. Οι γυναίκες έχουν κιόλας ψυχανεμιστεί το μεγάλο κακό. Κλαίνε, τραβάνε τα μαλλιά τους, σκίζουν με βουβό σπαραγμό τα μάγουλά τους. Τα ματώνουν. Οι Γερμανοί έχουν στήσει σε κάθε επιλεγμένο τόπο θυσίας τρία πολυβόλα. Φροντίζουν τα πυρά τους να ‘ναι διασταυρωμένα, να μην γλιτώσει κανείς, να μην ξεφύγει η ζωή από το θανατερό τους φίλημα. Από τη μάζωξη του επάνω χωριού θα ξεχωρίσουν κάποιο παιδί που τους φάνηκε κάπως μικρό και θα το στείλουν πίσω με τα άλλα γυναικόπαιδα, για να ζήσει αλλά και για να θυμάται. Όμως υπάρχουν κι άλλα παιδιά που πρόλαβαν κάπως και μεγάλωσαν ή δείχνουν κάτι τέτοιο και που τώρα βαδίζουν προς το θάνατο. Ύστερα, μερικοί γερμανοί στρατιώτες θα αρχίσουν να δένουν τους συγκεντρωμένους. Τους λένε να απλωθούν, όσο τους επιτρέπουν τα σχοινιά, να μη μαζεύονται ένα σωρό, να μη γίνονται ένα κουβάρι, να μη χώνεται ο ένας πίσω από τον άλλο. Όλοι έχουν δει κιόλας τα σκοτεινά στόμια των πολυβόλων, τους σκοπευτές, τις περασμένες κορδέλες με τις σφαίρες. Μερικοί τρέμουν, μερικοί φοβούνται και μερικοί άλλοι θυμούνται πως κάποιον θα πρέπει να αποχαιρετήσουν, κάποιον να ξαναδούν για να του εμπιστευτούν τις τελευταίες τους κουβέντες. Δεν πρόλαβαν να πουν τίποτα στις γυναίκες, στις μάνες, στις αδερφές, να σηκώσουν ψηλά έστω για τελευταία φορά ένα μωρό να τ’ αποχαιρετήσουν. Τα σπίτια, τα χωριά τους, το βίος τους είναι κι αυτά λίγο πιο πέρα και άρχισαν κιόλας να καίγονται. Τεράστια μαύρα σύννεφα καπνού παίρνουν τον ανήφορο κατά το μουσκεμένο ουρανό. Και μαζί μ’ αυτά και μια κατακόκκινη φωτοβολίδα, σημάδι θανάτου που θα πρέπει να σημάνει την έναρξη του ανθρώπινου θερισμού. Ύστερα τα πολυβόλα σαρώνουν την απροστάτευτη ζωή. Ο τόπος γεμίζει αίματα και κραυγές απόγνωσης μέχρι να έρθει η απόλυτη σιγή και οι φονιάδες να αρχίσουν να τριγυρνούν ανάμεσα στους νεκρούς, τις λάσπες και τα αίματα για να δώσουν τις χαριστικές βολές. Οι περισσότεροι από αυτούς θα λερώσουν και με αίμα τις λασπωμένες μπότες τους. Μετά θα φέρουν τους γέρους να θάψουν τα παιδιά και τα εγγόνια τους και αυτοί θα καθίσουν στην άκρη να κάνουν τσιγάρο..

Στις 2 Νοέμβριου, στις γερμανόφιλες εφημερίδες της Θεσσαλονίκης, θα δει το φως της δημοσιότητας η παρακάτω σχετική με την εκτέλεση των κατοίκων των Κερδυλίων ανακοίνωση της Γερμανικής Διοίκησης:

«Εις τα βουνά δυτικώς του Στρυμόνος δρα από εβδομάδων μία κομμουνιστική συμμορία απαρτιζομένη από κατοίκους των πέριξ χωρίων και επιδιδομένη εις την ληστείαν των πλουσίων χωρικών της περιοχής όπως προσπορισθεί χρηματικά μέσα, την σύλληψν ελλήνων αστυνομικών προς αφαίρεση των όπλων των και δι’ αυτών τον φόνον γερμανών στρατιωτών. Θέτουσα εις εφαρμογήν το σχέδιόν της συνέλλαβε και αφόπλισε εις την Ευκαρπίαν και Μαυροθάλασσαν έλληνες χωροφύλακες, αφήρεσεν την 10ην Οκτωβρίου δια ληστείας από τον Γρηγόριον Καρακαλιόν εν Ηρακλεία 1000 δρχ. και εδολοφόνησε τον εργάτην τούτου Ιωάννην Κάρκαν. Περί τα τέλη Σεπτεμβρίου εδολοφονήθησαν εις θέσιν Λαχανά 2 γερμανοί στρατιώται και προ ημερών εγένετο απόπειρα εναντίον του γερμανικού στρατού με αποτέλεσμα τον φόνο δύο γερμανών ναυτών και τον βαρύ τραυματισμόν ενός άλλου εις Καλόκαστρον. Εν συνεχεία διά των παρά του γερμανικού στρατού ληφθέντων μέτρων κατεστράφησαν παρ’ αυτού τα χωριά Άνω και Κάτω Κερδύλια, οι κάτοικοι των οποίων αποδεδειγμένως ανήκον εις την εν λόγω συμμορία τροφοδοτούντες και υποστηρίζοντες ταύτην παντοιοτρόπως».