Μεσοπολεμικά Χρόνια

<p style=”text-align: justify;”><strong><span style=”text-align: justify;”>Το θρυλικό “</span><span style=”text-align: justify;”>Σχέδιο πόλεως Σερρών</span><span style=”text-align: justify;”>”</span></strong></p>
<p style=”text-align: justify;”>Το θρυλικό “Σχέδιο πόλεως Σερρών” και οι δια μέσου των χρόνων “περιπέτειες” του!</p>
Λίγους μήνες ύστερα από την τρομακτική και αδηφάγα πυρκαγιά των Βουλγάρων (28.6.1913) που είχε σαν αποτέλεσμα να αποτεφρωθεί όλο το κεντρικό και σπουδαιότερο τμήμα της πόλης των Σερρών και τη σύναψη ειρήνης ανάμεσα στους αντιμαχόμενους, το πρόβλημα του καταρτισμού «νέου σχεδίου» βάσει του οποίου θα ανοικοδομούνταν η καμένη πόλη, γίνεται ανάγκη άμεση και επιτακτική.

Τότε και μέσα στον «πυρετό” που επικρατούσε για τα νεοαπελευθερωτικά ελληνικά, εδάφη, κάποιοι υπάλληλοι του αρμόδιου υπουργείου ξέθαψαν κυριολεκτικά ένα παλιό “σχέδιο” που είχε εκπονήσει επί τουρκοκρατίας ένας Αρμένιος μηχανικός. Το “σχέδιο” αυτό ανέλαβε να τροποποιήσει και ει δυνατόν να εφαρμόσει στη συνέχεια, ο τότε διευθυντής των δημοσίων έργων στη Μακεδονία, Μοσχίδης.

Εν τω μεταξύ και όσο ο Μοσχίδης μελετούσε το παλιό εκείνο σχέδιο, αρκετοί Σερραίοι πιεζόμενοι από τις αφόρητες συνθήκες διαβίωσης ανάμεσα στα ερείπια, συγκεντρώθηκαν στο μέγαρο του Διοικητηρίου για να εκλέξουν μία επιτροπή που θα φρόντιζε τόσο για τον καθορισμό των οικοπέδων όσο και των συναφών οικονομικών προβλημάτων.

Στις 8 Νοεμβρίου 1913 εκλέχτηκε η επιτροπή με τον τότε Νομάρχη Ευγένιο Καβαλιεράτο ως επίτιμο πρόεδρο και μέλη τους προέδρους Γκίνη καιΧ”Στογιάννη, τον γραμματέα Πολυμέρου, τους Σχοινά, Μόσχο, Μαρούλη, Αζαρία, τον τούρκο Δήμαρχο Ακήλ – Μπέη και τους Ταβτζή Εφένδη,Φερίτ Μπέη, Τριανταφύλλου και Ζαγκαρόλα.

“Τοιούτον κτηματολόγιον…”

Το πρώτο δύσκολο πρόβλημα που αντιμετώπισε η εν λόγω επιτροπή ήταν η εφαρμογή του σχεδίου και κυρίως ο τρόπος αποζημίωσης των οικοπέδων που τυχόν θα έχαναν ορισμένοι από τους κατοίκους. Για το λόγο αυτό αποφασίστηκε να σταλούν στην Αθήνα εκπρόσωποι της επιτροπής για να ζητήσουν από την τότε κυβέρνηση

α) Δάνειο 12 – 15 εκατομμυρίων
β) χρηματική αρωγή από τον ετήσιο προϋπολογισμό του ελληνικού κράτους
γ) την μετατόπιση ορισμένων οικοπέδων και
δ) την αποστολή μηχανικών.

Πράγματι, στις 12 Δεκεμβρίου 1913 μετέβησαν στην Αθήνα οι Γκίνης, Σχοινάς και Φερίτ Μπέης. Εκεί αφού συναντήθηκαν με τους Δέλιο, Αλεξάνδρου και Θεοδωρίδη, παρουσιάσθηκαν όλοι μαζί πρώτα στον υπουργό Ρέπουλη, ύστερα στο Διομήδη και τέλος στον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, χωρίς όμως κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. Μόνο ο Δούσμανης και ύστερα από προσωπική επέμβαση του Γκίνη κατάφερε να αποσπάσει από κάποια βασιλική υπηρεσία τρεις μηχανικούς της χαρτογραφικής υπηρεσίας που με επικεφαλής το γερμανό διοργανωτή του κτηματολογίου της Ελλάδας Κραφτ, ήρθαν στα Σέρρας για μια προσπάθεια καταρτισμού ενός κτηματολογίου της πόλης. Ταυτόχρονα και όσο χρονικό διάστημα οι μηχανικοί της χαρτογραφικής υπηρεσίας κατάρτιζαν το νέο σχέδιο, η επιτροπή των Σερραίων είχε αποδυθεί σε έναν άνευ προηγουμένου αγώνα προκειμένου να βρει οικονομικούς πόρους που θα βοηθούσαν στην ανοικοδόμηση.

Εν τω μεταξύ, ο θάνατος του διοικητή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Ιωάννη Βαλαωρίτη είχε σαν αποτέλεσμα να κόψει τις μέχρι τότε διαπραγματεύσεις με την Τράπεζα. Την ίδια εποχή έρχεται στα Σέρρας ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος και στη Θεσσαλονίκη ο βασιλιάς Κωνσταντίνος.

Οι υποσχέσεις προς την επιτροπή ανανεώνονται, αλλά οι άνθρωποι που την αποτελούν δε φαίνεται να τις πολυπιστεύουν γιατί ταυτόχρονα αναζητούν απ’ όπου είναι δυνατόν οικονομικούς πόρους και μετέρχονται χίλιους δυο τρόπους για την οριστική τους εξεύρεση. Έτσι και με πρόταση του Γκίνη αποφασίζεται η σύσταση ελληνικής εταιρείας με 10 εκ. κεφάλαιο, η οποία με την εγγύηση της κυβέρνησης θα ανελάμβανε την ανοικοδόμηση της πόλης χρεωλυτικώς.

Αλλά, αν η εξεύρεση των απαιτούμενων οικονομικών πόρων δεν ήταν υπόθεση που προχωρούσε εύκολα; ο γερμανός Κραφτ, o ταγματάρχης Ροντίρης και ο ίλαρχος Μπενάκης, που αποτελούσαν την επιτροπή προς καταρτισμό του κτηματολογίου, προχωρούσαν δουλεύοντας μεθοδικά και ακατάπαυστα, με αποτέλεσμα η αποτύπωση της καταστραφείσας πόλης να γίνει με πρωτοφανή ακρίβεια.

Σχετικά μ’ αυτήν, o τότε δημοσιογράφος Μάνος Βατάλας έγραψε στην εφημερίδα «ΦΩΣ» της Θεσσαλονίκης (12.7.1914): «… είδον το σχέδιον και εθαύμασα την επιστημονικότητά του. Όλα τα οικόπεδα μετρημένα, ηριθμημένα, χωροσταθμισμένα, με τα υψόμετρα και με τας ελαχίστους λεπτομερείας των. Φαντασθείτε, ότι έχουν χαραχθεί ακόμη και οικόπεδα… τριών μέτρων επιφανείας!!! Διότι υπάρχουν πολλά τέτοια οικόπεδα. Ακόμη και αι βρύσεις και τα πηγάδια και η παραμικρότερη κλίσις ή καμπή έχουν κανονισθεί με τον διαβήτην. Τοιούτον κτηματολόγιον πρώτην φοράν καταρτίζεται εν Ελλάδι. Ήργησεν, αλλά έγινε…».

Όλα αυτά βέβαια, αφορούσαν το αρχικό σχέδιο, που συμπληρωμένο και από το ρυμοτομικό, δεν θα ήταν παρά ένα “σχέδιο” που αν και ατελέσφορο εν τούτοις θα πρέπει να πούμε πως επρόκειτο για την πρώτη ρύθμιση που έγινε στη χώρα μας μετά το 1909 και μέσα στο πλαίσιο μιας γενικότερης ανανέωσης, χαρακτηριστικό σημείο αναφοράς για εκείνη την χρονική περίοδο. Ένα σχέδιο, που όμως δεν κρίθηκε ικανό να εξυπηρετήσει επαρκώς την πόλη των Σερρών. Και γιατί, η ανοικοδόμηση που θα ακολουθούσε, χρειαζότανε ριζικότερα μέτρα και βαθύτερες τομές.

Πάντως, γεγονός είναι ότι και από αυτό προέκυψε τελικά κάποιο κέρδος: Η κτηματογράφηση που είχε πια ολοκληρωθεί από τη χαρτογραφική υπηρεσία του στρατού. Γι’ αυτό και παρά τις εγγενείς δυσκολίες, ακολούθησε η σύνταξη ενός δεύτερου ρυμοτομικού σχεδίου, για ν’ αρχίσει πάνω σ’ αυτό η κατά κάποιο τρόπο τακτοποίηση των ιδιοκτησιών.
<p style=”text-align: justify;”><strong>Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος</strong></p>
<p style=”text-align: justify;”>Η όλη προσπάθεια για την ανοικοδόμηση της κατεστραμμένης πόλης των Σερρών θα σταματήσει άδοξα στα 1915.</p>
H Αλεξάνδρα Καραδήμου Γερόλυμπου γράφει σχετικά: “… ο νόμος 455/1914 και το πρώτο σχέδιο των Σερρών δεν επρόκειτο να εφαρμοστούν ποτέ. Αφ’ ενός το γεγονός της ανακαταλήψεως της πόλης από τον βουλγαρικό στρατό και αφ’ ετέρου η έλλειψη ρεαλισμού στην αντιμετώπιση της αξιοποίησης που επιφέρει η πολεοδόμησις, οδήγησαν στην υποκατάστασή τους από τον νόμο 2517/1920 και το δεύτερο σχέδιο…”.

Να μείνουμε, όμως, για λίγο στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στη δεύτερη βουλγάρικη κατοχή. Όπως ήταν επόμενο, όλες οι σχετικές εργασίες τήν εποχή αυτή διεκόπησαν και όταν η πόλη ανακαταλήφθηκε στα 1918, ελάχιστα πολεοδομικά στοιχεία απ’ ό,τι μέχρι τότε είχαν συγκεντρωθεί κατορθώθηκε να ανεβρεθούν.

Αλλά είχε πια διαμορφωθεί και μια νέα κατάσταση πραγμάτων. Η κοιλάδα γενικότερα του Στρυμόνα είχε υποστεί μια μεγαλύτερη καταστροφή σε σχέση με την υπόλοιπη Μακεδονία, που είχε πάθει μικρότερες ζημίες. Κι αυτό γιατί μεγάλο μέρος της περιοχής υπήρξε θέατρο αιματηρών και καταστροφικών πολεμικών συγκρούσεων. Και ακόμη μετά το πέρας του πολέμου άρχισαν να επανέρχονται στις εστίες τους όλοι εκείνοι οι πληθυσμοί που είχαν αναγκασθεί σε προσωρινή απομάκρυνση, με αποτέλεσμα το πρόβλημα της στέγης και της ανοικοδόμησης να παρουσιάζεται ιδιαίτερα έντονο.

Όμως, ούτε και τότε το ελληνικό Υπουργείο Συγκοινωνιών αποφάσισε να λάβει υπ’ όψη του την ανάγκη ανοικοδόμησης ολόκληρης πλέον της πόλεως των Σερρών, αλλά και “τας μελλούσας αυτής επεκτάσεις” και όχι μόνο το κατεστραμμένο της τμήμα. Αλλά τώρα κοντά στα όσα προβλήματα που ήδη αναφύονταν προέκυπτε και εκείνο που θα “επιλαμβάνονταν τα του χειρισμού των ιδιοκτησιών”, η λύση του οποίου θα ήταν ότι σπουδαιότερο στην όλη υπόθεση. Γιατί η «λύση» αυτή προέβλεπε να “αποφευχθεί η οιονεί ατομική τακτοποίησις εκάστου οικοπέδου” και να επιδιωχθεί “η δια κληρώσεως τακτοποίησις εξ ενός ιδανικού συνόλου ιδιοκτησιών…”. Έτσι στα 1920, συντάσσεται ένα καινούργιο συνολικό σχέδιο και ειδική νομοθεσία για την εφαρμογή του. Πρόκειται για το νόμο 2517 “Περί ανοικοδομήσεως της πόλεως Σερρών επί νέων σχεδίων (ΦΕΚ (Α) 231 της 9.10.1920)”. “Πραγματοποιείται έτσι, γράφει η Αλ. Γερόλυμπου, η αργή προσαρμογή των νέων ιδεών στην ελληνική πραγματικότητα…”.

Αν όμως στα χαρτιά φαίνεται πως οι περιπέτειες του θρυλικού πλέον “Σχεδίου της πόλεως των Σερρών” πήραν κάποιο τέλος, στην πράξη τα πράγματα για αρκετά χρόνια αργότερα εξακολουθούν να είναι κάπως συγκεχυμένα. Στα 1928 τα ερείπια και τα χαλάσματα θα εξακολουθούν να κατέχουν το κέντρο της πόλης και πολλοί από τους Σερραίους γηγενείς και τους πρόσφυγες να είναι άστεγοι. Από τις 3.000 οικογένειες που λόγω του εμπρησμού της στα 1913 είχαν μείνει άστεγες, μέχρι τα 1928 μόνο οι 300 είχανε καταφέρει να αποκτήσουν μια κάποια στέγη. Οι υπόλοιποι “άποροι γηγενείς διαβιούν σαρδεληδόν” στα διάφορα τσιφλίκια της περιοχής και κάτω από άθλιες και ανθυγιεινές συνθήκες διαβίωσης. Την ίδια χρονιά, η νομαρχία Σερρών προτείνει την όσο το δυνατόν γρηγορότερη κατασκευή 1100 κατοικιών για τους “γηγενείς” και 500 για τους «αστούς πρόσφυγες». Τέλος στην ίδια πρόταση τονίζονταν με τα μελανότερα χρώματα το πρόβλημα των κατοίκων της Ηράκλειας και η άμεση ανάγκη κατασκευής 500 κατοικιών σ’ αυτήν καθώς και η άθλια κατάσταση στην οποία βρίσκονταν τα χωριά Σέμαλτο, Προβίστα και Λακοβίκια. Στις 25 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς η “Δημοκρατική Νεολαία των Φιλελευθέρων” εισηγείται προς το αρμόδιο υπουργείο τρεις “υποδείξεις”:

“…1) Τον καταρτισμόν μιας επιτροπής υπό την Προεδρείαν δικαστικού και τη συμμετοχή ίσου προς τους πρόσφυγας αριθμού αντιπροσώπων των γηγενών. Η επιτροπή αύτη να επαναλάβει την εκτίμησιν των Μουσουλ. οικοδομών η πραγματική αξία των οποίων δεν φέρεται αναγεγραμμένη εις το προχείρως και αβασανίστως καταρτισθέν.κτηματολόγιον της Εθνικής Τραπέζης.

2) Την αποπληρωμήν του τμήματος των ανταλλαξίμων ουχί κατά τον τρόπον καθ’ ον ορίζει η υπό τροποποίησιν σύμβασις Εξηντάρη, αλλά δια της καταβολής του αντιτίμου εις δέκα ίσας ετησίας δόσεις.

3) Τον καθορισμόν όπως δια δημοπρασίας εκποιώνται αι οικίαι αι αξίας ανωτέρας των 250 χιλ. δρχ. και τα μαγαζεία τα εκτιμηθησόμενα άνω των 100.000 δραχμών… “.

Δεν ξέρουμε τι ακριβώς έλαβε τότε, αλλά και στα χρόνια που ακολούθησαν, υπ’ όψη του το αρμόδιο υπουργείο. Εκείνο, όμως, που γίνεται πασιφανές από τη σημερινή πραγματικότητα είναι ότι τελικά χάθηκε η “χρυσή” εκείνη ευκαιρία να γίνει η πόλη των Σερρών μια πόλη οικιστικά και πολεοδομικά μοναδική και ακριβοθώρητη. Μια πόλη ευρωπαϊκού επιπέδου, κάτι σαν αντίγραφο της Φραγκφούρτης, όπως διατυμπάνιζαν σε πρωτοσέλιδα δημοσιεύματά τους οι τότε εφημερίδες, έναν μόλις χρόνο ύστερα από την πυρκαγιά που κυριολεκτικά την αφάνισε !…