Τον καιρό των Σουλτάνων
Στα χρόνια που ακολούθησαν την κατάληψη της πόλης των Σερρών από τους Τούρκους (19 Σεπτεμβρίου 1383, εβδομήντα δηλ. χρόνια πριν από την άλωση της Πόλης) και την υποδούλωση ολοκλήρου της “σκληρώς και πεισμόνως ανθισταμένης Ανατολικής Μακεδονίας” από τον Μπεκλέρμπερη Τιμουρτάς, συγκαταλέγεται και η άτυχη προσπάθεια του Μανουήλ να επανακαταλάβει τα Σέρρας το 1385.
Έκτοτε και μέχρι της απελευθερώσεως της (1913) η πόλη και η ύπαιθρος χώρα θα ακολουθήσουν την τύχη των νέων κυριάρχων αλλά και όλες τις φάσεις και διακυμάνσεις της ιστορικής πορείας που διέγραψε η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Και από κοντά οι σφαγές, οι απαγχονισμοί ο κεφαλικός φόρος, η καταπίεση, ο εξανδραποδισμός, το κνούτο, οι αρπαγές και δηώσεις, και τέλος το παιδομάζωμα και ο βίαιος εξισλαμισμός αλλά και να εξαλείψουν το βαθύ θρησκευτικό τους συναίσθημα.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που η κεντρική οθωμανική διοίκηση αποφάσιζε τις αθρόες τιμωρίες ασυνείδητων διοικητών της επαρχίας. Έτσι το Μάιο του 1626 ο νεαρός σουλτάνος Μουράτ ο Δ’ έστειλε γενικό του επίτροπο στα Σέρρας τον Κενάν Πασά, που ύστερα από σύντομες ανακρίσεις και διαδικασίες καταδίκασε στον δια πνιγμού θάνατο στους τοπάρχες (Αγιάννηδες) Κούλογλου (Σιδηροκάστρου), Τοπάλην (Θεσσαλονίκης) και Γιουσούφ Αγάν (Δράμας), ρίχνοντας τα πτώματά τους σε κοινή θέα προς παραδειγματισμό και τρομοκράτηση των Τούρκων, στους δρόμους των Σερρών.
Μέσα σε τέτοιες συνθήκες ζόφου και παράλληλα με την κακοδιοίκηση και την ανάλγήτη εξουσία του τούρκου κατακτητή, οι κάτοικοι των Σερρών κατάφεραν να δημιουργήσουν την “Πολιτεία των Σερραίων” ή “Κάστρο” ένα «σύστημα» και μια σειρά από εσωτερικές διαταγές, έναν δηλαδή «δρώντα οργανισμόν» που θα επιμελούνταν την εσωτερική δημοτική διοίκηση μέσα στη γενικότερη προσπάθειά τους να διατηρήσουν το “συμπαγές” αλλά και το “εθνικώς αμιγές” του πληθυσμού που ανέμενε την ανάσταση του Γένους και την δια παντός αποτίναξη του ζυγού, ο οποίος και τον περιέσφιγγε επικινδύνως.
Έτσι, κατάφεραν οι Σερραίοι μέσα στην αχανή Οθωμανική αυτοκρατορία να κρατήσουν σα μύρο ακριβοθώρητο τις παραδόσεις του Γένους των Ελλήνων, διατηρώντας “εν ζωή” τους ίδιους εκείνους “κοινοτικούς θεσμούς” που είχαν κληροδοτηθεί σ’ αυτούς από τα ένδοξα χρόνια της Βυζαντινής αίγλης και που όλοι, με μεγάλη θλίψη, έφερναν στη μνήμη τους. Σπουδαίο και καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη της κοινοτικής οργανώσεως έπαιξε και o Κώδικας της Μητροπόλεως Σερρών. Ταυτόχρονα, η Αρχιεπισκοπή καθίσταται και κοινοτικό κατάστημα καθώς οι ρυθμίζοντες τα κοινά “Δημογέροντες”, “Πρόκριτοι” και “Έφοροι” της “Πολιτείας” και του “Κάστρου”, οι οποίοι εκλέγονται δια ψηφοφορίας, θα συγκεντρώσουν στα χέρια τους εξουσίες τέτοιες που σήμερα γεννούν τουλάχιστον την απορία για την από μέρους των τουρκικών αρχών επιδεικνυομένη αδιαφορία, με αποτέλεσμα κάποτε όλα αυτά όχι μόνο να τα ανεχθούν αλλά να τα νομιμοποιήσουν κιόλας.
Και αυτές θα είναι οι ίδιες εκείνες εξουσίες που στα χρόνια 1888 – 1892 θα φέρουν μια πρώτη εσωτερική σύγκρουση, όταν ο ανελθών στον Μητροπολιτικό θρόνο των Σερρών Κωνσταντίνος Βαφείδης “επωφελούμενος ορισμένων ατελειών του κανονισμού” θα θελήσει να τον θέσει στο περιθώριο με αποτέλεσμα οι κάτοικοι της πόλης να διαιρεθούν σε δύο παρατάξεις. Σε αυτήν των “τσιπλάκηδων” και σε αυτή τον “τσορμπατζήδων”, δηλαδή των πλουσίων. Και υπήρξε τέτοια η οξύτητα ανάμεσα στις αντιμαχόμενες παρατάξεις (που θύμιζε λίγο ως πολύ την αργότερα “πάλη των τάξεων”), ώστε τελικά αυτή να οδηγήσει στην απομάκρυνση του Μητροπολίτη, αλλά και στη σύνταξη νέου κανονισμού, από επιτροπή που διόρισαν οι πατριαρχικοί έξαρχοι και που επικυρώθηκε από την Ιερά Σύνοδο στα 1892. Για να λήξει τελικά η σύγκρουση με την απόλυτη επικράτηση των “λαϊκών” και να αποκατασταθεί η γαλήνη και η παραπέρα ευδόκιμος ενασχόληση των κατοίκων με τα κοινά