Ο ανέκδοτος περιγραφικός κατάλογος
των ελληνικών χειρογράφων της Ακαδημίας Επιστημών της Βουλγαρίας
(Αρχείο Κέντρου Σλαβο-Βυζαντινών Σπουδών “Ivan Dujcev” του Πανεπιστημίου Σόφιας)
και η συμβολή του στην προσπάθεια για την ανασύνθεση
του “σκορπισμένου ψηφιδωτού” των χειρογράφων των δύο μονών
- Εισαγωγή
- Προλεγόμενα
- Εφορεία Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Σερρών
- Πρόλογος του Προέδρου της Εφορείας της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Σερρών
- Βραχυγραφίες και Βασική Βιβλιογραφία
Η ΣΥΛΛΟΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΩΝ
ΣΤΟ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ IVAN DUJCEV ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ
ΣΥΝΕΧΙΖΟΜΕΝΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ,
ΤΑ FRAGMENTA ΚΑΙ Ο ΠΕΡΙΓΡΑΦΙΚΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ VL. SIS.
Όταν πριν από 6 περίπου χρόνια αποφάσισα να μελετήσω ελληνικά χειρόγραφα στη Βουλγαρία και ιδιαίτερα στο νεοσύστατο Κέντρο Σλάβο-Βυζαντινών Σπουδών1 Ivan Dujcev, σαν απόηχο άκουγα τα λόγια του μακαρίτη δασκάλου μου Λ. Πολίτη: “κι όμως πρέπει πάση θυσία να ξαναβγούν αυτά τα χειρόγραφα στο φως και να αποδοθούν στην επιστημονική έρευνα. Η γενιά σας δεν πρέπει να λησμονεί αυτό το χρέος”.
Θυμούμαι τα παραπάνω λόγια του δασκάλου στις ευκαιριακές συζητήσεις που είχα μαζί του και, σήμερα, η αφιέρωση αυτής της εργασίας στη μνήμη του είναι ελάχιστη απόδοση τιμής στον επιστήμονα που μόχθησε τόσο πολύ γι’ αυτή την υπόθεση.
Στο Κέντρο Dujcev γνώρισα την ανθρώπινη φιλόξενη ατμόσφαιρα από όλο το προσωπικό, και πρέπει να πω ότι αυτό δεν το ξεχνώ ποτέ. Κι όταν μιλώ κι όταν ακόμη σιωπώ. Χωρίς τη συμπαράσταση του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής και του πρύτανη του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης η έρευνα αυτή θα ήταν πολύ δύσκολο να προχωρήσει. Το λέω αυτό γιατί στη χώρα μου έχει δημιουργηθεί ένα κλίμα αντίδρασης για την ανάμειξη μας σ’ αυτό το ερευνητικό πρόγραμμα, εξαιτίας του γεγονότος ότι τα χειρόγραφα αυτά συνδέονται με άσχημες ιστορικές μνήμες που κεντρίζουν το εθνικό φρόνημα της κοινής γνώμης2. Όμως το επιστημονικό χρέος δεν υπακούει και δεν πρέπει να πειθαρχεί στις συναισθηματικού τύπου αποχρώσεις τέτοιων ζητημάτων. Αυτήν την άποψη που έχει ως μόνο στόχο την ανεύρεση της αλήθειας ενστερνίστηκα από την αρχή.
Γι αυτό θέλω να τονίσω μια για πάντα ότι και οι απόψεις που θα διατυπώσω εδώ σήμερα δεν διαπνέονται από κανενός είδους νοσηρό σωβινισμό. Πειθαρχούν μόνο στην επιστημονική δεοντολογία. Παρακαλώ, λοιπόν, πάρα πολύ να θέσετε κάτω από αυστηρότατη επιστημονική κριτική τις επιστημονικές προτάσεις που θα διατυπώσω. Η αποδεικτική της θεωρία μου υπόκειται στην ψυχρή λογική των αριθμών.
Η ανακοίνωση μου περιλαμβάνει τρία θέματα: α). το περιεχόμενο των χειρογράφων, β) τα fragmenta και γ) τον περιγραφικό Κατάλογο των χειρογράφων από τον Vladimir Sis.
Για το περιεχόμενο των χειρογράφων δεν θα πω πολλά πράγματα. Αρκούν οι ως τώρα γνώσεις μας να καταλάβουμε ότι έχουμε να κάνουμε με συνήθεις μοναστηριακές βιβλιοθήκες, όπου κυριαρχούν τα εκκλησιαστικά εν γένει χειρόγραφα με ελάχιστες παραχωρήσεις σε έργα κοσμικής γραμματείας3. Ωστόσο μένει η “αθέατη πλευρά” στο εσωτερικό των χειρογράφων. Στον κωδ. 253 π.χ. κανείς δεν υποπτευόταν ότι το χειρόγραφο κρύβει στο εσωτερικό του το “Επαρχικόν Βιβλίον” και αναδεικνυόταν έτσι το δεύτερο πλήρες χειρόγραφο που μας παραδίδει αυτό το έργο4.
Άλλα σημαντικά κείμενα, όπως τα Πρακτικά της Συνόδου της Κύπρου (1406), αυτόγραφο έργο του Ιωσήφ Βρυεννίου, την έκδοση του οποίου έχω ήδη ετοιμάσει, τα γνωρίζουμε ήδη από την παλαιότερη έρευνα. Έτσι θα περιοριστώ εδώ να επισημάνω τη σημασία της συστηματικής προσέγγισης του περιεχομένου στην κατηγορία των χειρογράφων που αποκαλούμε “Κωδικές μονών”, από το περίφημο βυζαντινό Αρχείο- το Χαρτουλάριο Β – ως τα μεταβυζαντινά χειρόγραφα. Επίσης τα κείμενα των πάσης φύσεως σημειωμάτων αξίζει να μελετηθούν για τις ενδιαφέρουσες πληροφορίες και για τη γλώσσα τους. Τέλος, έχουμε ξεκικήσει το συστηματικότερο έλεχγο του περιεχομένου όλων των χειρογράφων της συλλογής Dujcev που κάλυψε τα 35 πρώτα χειρόγραφα. Σ’ αυτά αν προστεθούν 25 χειρόγραφα Νομικού περιεχομένου (των οποίων ο Κατάλογος που εκπονήσαμε σε συνεργασία με τον καθηγ. Χ.Παπαστάθη και τον Βούλγαρο ερευνητή κ. D. Getov βρίσκεται στο τυπογραφείο)5, 33 μουσικά χειρόγραφα (που μελετήθηκαν από τον καθηγ. Chr. Hannick και την Sv. Kujumdzieva), 15 Κώδικες της μονής Προδρόμου,Regesten των οποίων ετοιμάζουμε με τον κ. Χ. Παπαστάθη6, και 5 αντιστοίχων χειρογράφων της μονής Κοσίνιτσας που μελέτησε ο καθηγ. Β. Άτσαλος, προσεγγίζουμε τον αριθμό των 110 χειρογράφων, σ’αυτά αν προστεθεί ο αριθμός των σπαραγμάτων (84), καλύπτουμε ως σήμερα τα μισά περίπου χειρόγραφα της “Συλλογής” Dujcen.
Ο αριθμός των σπαραγμάτων που υπάρχουν στη “Συλλογή” Dujcev φαίνεται υπερβολικά υψηλός. Αν εξαιρέσει κανείς όμως τους αριθμούς που εμφανίζονται μετά το Νο 406, όπου κλείνει συμβατικά το όριο της “fonds ferme”, η παρουσία των αποσπασμάτων – και μάλιστα περγαμηνών – είναι παραδομένη ιστορία και από τις βιβλιοθήκες των μονών και από άλλους χώρους (εννοώ τα 8 σπαράγματα, τα μονά που κατέχει η Βουλγαρική Ακαδημία Επιστημών το 1916, γνωστά μάλιστα από έντυπο κατάλογο του VI. Sis7 που δεν εμφανιζόταν στη βιβλιογραφία και που ανακαλύψαμε με περιπετειώδη τρόπο). Η μελέτη αυτών όλων των σπαραγμάτων που φαίνονται στους πίνακες με απασχολεί ιδιαίτερα στα θέματα ταύτισης των κειμένων τους, προέλευσης και ταξινόμησης τους.
Δεν θα επεκταθώ σκόπιμα περισσότερο πάνω σ’αυτά τα θέματα στα οποία υπαινικτικά αναφέρθηκα προηγουμένως. Θα προχωρήσω αμέσως στο τρίτο θέμα της ανακοίνωσης μου. Τα μεγαλύτερα ζητήματα δεν είναι ούτε το περιέχομενο ούτε τα fragmenta8. Το μεγάλο ζήτημα στο οποίο αξίζει να αφιερώσω τον υπόλοιπο χρόνο είναι η απάντηση στο ερώτημα “πως μπορούμε να ξεκλειδώσουμε, με αντικειμενικά στοιχεία που μας παρέχονται τόσο από τα ίδια τα χειρόγραφα όσο και από άλλες πηγές, τον βασικό κώδικα που ρυθμίζει συνολικά το ζήτημα των συγκεκριμένων χειρογράφων που προέρχονται από τις μονές του Τιμίου Προδρόμου Σερρών και Παναγίας Αχειροποιήτου του Παγγαίου (της Κοσίνιτσας)”;
Στο σημείο αυτό θα επιστήσω την προσοχή σας. Πρόκειται για μια -επιτρέψτε μου τη φράση- “ανακάλυψη” που ήρθε μετά από δύσκολη, όπως θα δούμε, ερευνητική προσπάθεια και αδιάκοπο μόχθο και έγνοια.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, βρήκα το “κλειδί” για να προσεγγίσουμε όχι μόνο τη “Συλλογή” Dujcev αλλά και το σύνολο των χειρογράφων που προέρχονται από τα δύο προαναφερόμενα βυζαντινά μοναστήρια και αποτελούν ένα “σύστημα” που έμεινε ως σήμερα “κλειστό”. Η ως τώρα ερευνητική αναζήτηση έμοιαζε λιγάκι με “παιχνίδι κρυμμένου θησαυρού”. Ύστερα όμως από πολλές δοκιμασίες και περιπέτειες τα στοιχεία που έρχονται στο φως, ένα-ένα κι όλα μαζί, συμπλήρωναν ένα puzzle της πραγματικότητας, από το οποίο διακρίνεται τι και πως συνέβη, ο προσωπικός προβληματισμός και η διαρκής αναζήτηση μου επιφύλασσαν διαδοχικές εκπλήξεις.
Θα προσπαθήσω λοιπόν εδώ, για πρώτη φορά, να εκθέσω τα συμπεράσματά μου, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο οδηγήθηκα στη λύση του όλου ζητήματος. Θα προσπαθήσω να δώσω, ει δυνατόν, μαθηματική ακρίβεια στη λύση όλων των ζητημάτων που σχετίζονται με βασικά θέματα, όπως είναι τα θέματα προέλευσης, ταύτισης, στατιστικών κ.λπ.δεδομένων.
Όταν μου έδειξαν 7 ελληνικά χειρόγραφα κατά την πρώτη επίσκεψη μου τον Ιούνιο του 1988 στο Κέντρο Dujcev9 αναγνώρισα πολύ εύκολα ότι τα χειρόγραφα προέρχονταν από τη μονή Κοσίνιτσας. Ομολογώ ότι η λογική μου επηρεάστηκε από τη φαντασία και αυτό που έκανε -όπως έμαθα δύο χρόνια αργότερα – τον Λίνο Πολίτη (από ένα μόνο φωτογραφημένο φύλλο που είδε στα χέρια του Βούλγαρου ελληνιστή φιλιλόγου μακαρίτη τώρα Ghristo Kondov10) να σκεφθεί “εξ όνυχος τον λέοντα”11 πέρασε αστραπιαίως από το νου μου. Τη σκέψη μου κοινοποίησα αμέσως στην Διευθύντρια του Κέντρου καθηγ. Αx. Dzurova.
Στα επόμενα δύο χρόνια είδα τα χειρόγραφα, που είχαν ήδη εκτεθεί στα εγκαίνια του Κέντρου Dujcev, και είχε εκδοθεί μάλιστα και μικρός κατάλογος από τους Dzurova-Stancev12. Όλα εκείνα τα χειρόγραφα προέρχονταν, χωρίς να δηλώνεται στον μικρό κατάλογο η πρόελευση τους, από τις μονές Προδρόμου και Κοσίνιτσας.
Αργότερα ρυθμίστηκε η συνεργασία μας για τη μελέτη των Νομικών χειρογράφων. Η μελέτη αυτή περείχε τη δυνατότητα να δω στο σύνολο της την ως τότε “κλειστή” συλλογή. Ύστερα η “κλειστή ” συλλογή άνοιξε διάπλατα και σε συνεργασία με τον καθηγ. Β. Άτσαλο και την, τότε ερευνήτρια του Κέντρου Dujcev, Helena Velkovska ελέγξαμε όλα τα χειρόγραφα13. Από αυτό το σημείο και εξής τα πράγματα είναι γνωστά από την Table Ronde της Σόφιας.
Είδα όλα τα χειρόγραφα αρκετές φορές το καθένα, σημειώνοντας κυρίως τα στοιχεία που ήταν απαραίτητα για την ταύτιση τους. Ο ρυθμός εργασίας, κάτω από διάφορες πιέσεις, δεν με ικανοποιούσε ιδιαίτερα, και το πρόγραμμα των εργασιών διαρκώς μεταβαλλόταν. Ωστόσο το ιδιαίτερο βάρος που έδωσα από την αρχή στη μοναδικότητα των σημειωμάτων των χειρογράφων δεν παρέλειψα και από ένα άλλο σημείο, το να συγκεντρώνω, ομολογώ με πολλή επιμονή, όλες τις αριθμήσεις που υπήρχαν πάνω στα χειρόγραφα.
Στο διάστημα της παραμονής μου κατά το β’ εξάμηνο του 1990 στη Σόφια, παραμονή που οφειλόταν αποκλειστικά στη φιλοξενία του Πανεπιστημίου Sv.Kliment Ohridski και του Κέντρου Dujcev, έμαθα, ομολογώ πολύ αργά ( στα τέλη Ιουλίου), ότι στο Κέντρο υπήρχε ένας χειρόγραφος περιγραφικός Κατάλογος χειρογράφων, γραμμένος από τον VI. Sis, τον άνθρωπο δηλ. που σχεδίασε, οργάνωσε και εκτέλεσε την επιχείρηση μεταφοράς των ελληνικών χειρογράφων στη Σόφια. Έμεινα εμβρόντητος.
Ζήτησα επίσημα την άδεια να μελετήσω προσωπικά αυτόν τον Κατάλογο. Αυτή η απόφαση έγινε γνωστή και στο επιστημονικό Συμπόσιο της Σόφιας. Μάλιστα ο “Κατάλογος Sis” εκτέθηκε για τους συνέδρους την πρώτη κιόλας μέρα του Συμποσίου14.
Στο συνέδριο εκείνο εξέφρασα την άποψη ότι πρέπει να εκδοθεί ο Κατάλογος αυτός σε πανομοιότυπη-φωτογραφική έκδοση και το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης πείστηκε να αναλάβει αυτήν την υπέρογκη δαπάνη. Η “δημοσίευδη αυτού του καταλόγου είναι πρόβλημα επιστημονικό και ηθικό”, έγραφα τότε15.
Επιμένω ακόμη σ’αυτήν την άποψη. Ποιος ο λόγος; Ένας και βασικός: η επιστημονική δεοντολογία. Όταν εμφανιστεί κάθε σχετική εργασία δεν πρέπει να είναι διαβλητή (π.χ. αντλούνται στοιχεία από εκεί). Γι αυτό παρακαλώ θερμά και από το βήμα αυτό την κ. A. Dzurova να προχωρήσει το συντομότερο -θα έλεγα τάχιστα- στη δημοσίευση αυτού του υλικού, είτε σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης είτε όπως το Κέντρο Dujcev κρίνει καλύτερα.
Είδα λοιπόν και μελέτησα αυτόν τον κατάλογο κι έχω την αίσθηση (ή αν θέλετε την ψευδαίσθηση) ότι για πρώτη φορά επετράπη σε ξένο ερευνητή να εμβαθύνει σ’αυτό το υλικό16. Το υλικό ήταν ανάκατο, αλλά προστατευμένο πολύ καλά μέσα σε τέσσερεις (4) φακέλλους Αρχείου λυτών εγγράφων, οι οποίοι βρίσκονταν ανά δύο μέσα σε φροντισμένα μπλε κουτιά που είχαν εξωτερικά μορφή καλαίσθητου δεμένου βιβλίου.
Η πρώτη μου δουλειά ήταν να αποκαταστήσω την τάξη στο παρατοποθετημένο εδώ και εκεί υλικό. Ύστερα ψυχρά και υπομονετικά, αν και κάτω από φοβερή πίεση χρόνου που είχα στη διάθεση μου ως το τέλος Αυγούστου, προσπάθησα να αποδελτιώσω όλο το απαραίτητο υλικό που θα μου επέτρεπε να αναζητήσω μετά τα περιγραφόμενα χειρόγραφα. Καταλάβαινα ότι το υλικό κάπου μου ήταν γνώριμο και άλλες φορές εντελώς άγνωστο. Αντίγραφο εκείνης της εργασίας κατέθεσα τότε στο Κέντρο Dujcev. Την ίδια εποχή μου παραχωρήθηκαν και μερικά φωτοαντίγραφα από αυτόν τον Κατάλογο17.
Το περιεχόμενο του Καταλόγου Sis, που εκτείνεται σε 1.700 σελίδες περίπου18, περιγράφει σε τέσσερεις τόμους τα χειρόγραφα με την ακόλουθη διάταξη:
-
- α) Χειρόγραφα περγαμηνά μονής Προδρόμου: 99
-
- β) Χειρόγραφα χαρτώα μονής Προδρόμου: 160
-
- γ) Χειρόγραφα περγαμηνά μονής Κοσίνιτσας: 154
- δ) Χειρόγραφα χαρτώα μονής Κοσίνιτσας: 124 σύνολο: 537
Βρισκόμουν μπροστά σ΄ένα μοναδικό ντοκουμέντο! Με την ελπίδα ότι η φωτογράφηση του καταλόγου θα μου παρείχε τη δυνατότητα να μελετήσω με άνεση τα στοιχεία του περιεχομένου του άφησα στην άκρη το υλικό που αποδελτίωσα, γιατί και η αξιοποίηση του χρειαζόταν ειδική επεξεργασία. Επί πλέον έπρεπε να κοπάσει και η πρώτη εκτυφλωτική εντύπωση. Γρήγορα αντιλήφθηκα ότι η αρχική έκταση του καταλόγου είχε περικοπεί και η ανασελίδωση του σε ορισμένα σημεία ήταν εμφανής. Επίσης ότι έλλειπαν περιγραφές 222 περγαμηνών χειρογράφων, όπως φαινόταν από τη συνέχεια των αριθμών. Προχώρησα ωστόσο στη συγκέντρωση και άλλων στοιχείων που θα βοηθούσαν στη μελέτη του Καταλόγου. Έπρεπε να συνταχθούν πίνακες για τα χειρόγραφα των Αθηνών και του Κέντρου Dujcev και όσων χειρογράφων ήταν σκορπισμένα στο εξωτερικό με προέλευση από τις δύο μονές, κι έπρεπε να ερευνηθεί αν τα χειρόγραφα που περιγράφονται στον Κατάλογο Sis μπορούν να ταυτιστούν.
Τον έλεγχο των χειρογράφων του Κέντρου Dujcev τον είχα από τη σχετική εργασία που έγινε πάνω στη Συλλογή. Τα χειρόγραφα των Αθηνών-και μετά την έκδοση του Καταλόγου Λίνου Πολίτη με συνεργασία της Μαρίας Πολίτη στο τέλος του 199119-ήταν δύσκολο να μελετηθούν στο αδημοσίευτο τμήμα του Καταλόγου. Εδώ πρέπει να τονίσω τη γενναία συμβολή της κ. Μαρίας Πολίτη, που έθεσε υπόψη μου το ανέκδοτο τμήμα του Καταλόγου. Χωρίς αυτό η εργασία δεν θα μπορούσε να προχωρήσει. Για να ολοκληρωθεί η εικόνα των δεδομένων έπρεπε να τελειώσει μια φοβερή σε όγκο προεργασία.
Με δεδομένη την ύπαρξη μιας αρίθμησης που φαινόταν στα χειρόγραφα των Αθηνών (γνωστά από τον Λ. Πολίτη ως χειρόγραφα “Σερρών”)20 και τους αριθμούς που βλέπαμε στα χειρόγραφα του Κέντρου Dujcev, άρχισα να ξαναπροβληματίζομαι πάνω στη λειτουργία των αριθμών που υπήρχαν ή καλύτερα συνόδευαν το κάθε χειρόγραφο στην περιγραφή του Sis. Κράτησα στις σημειώσεις μου ελέγχοντας προσωπικά σε κάθε ταξίδι στη Σόφια όλους του αριθμούς πάνω στα χειρόγραφα. Αργότερα όλη αυτή την εργασία την υλοποίησε και σε πίνακες το Κέντρο Dujcev. Όμως κανείς δεν γνώριζε τι σημαίνουν. Και οι Βούλγαροι συνάδελφοι δεν μπορούσαν να βοηθήσουν. Δεν γνώριζαν τίποτα. Και πράγματι τα δεδομένα ήταν τόσο συγκεχυμένα. Βλέπαμε ένα προτασσόμενο αριθμό στις εξωτερικές ετικέτες που μοιάζουν με εκείνες των παλιών μαθητικών τετραδίων21, βλέπαμε την αρίθμηση στο εσωτερικό των χειρογράφων και κυρίως την πρόταξη λατινικής αρίθμησης πριν από την αρίθμηση με αραβικούς αριθμούς. Σε άλλα χειρόγραφα απουσίαζε το ένα ή το άλλο από αυτά τα στοιχεία είτε και τα δύο μαζί.
Αλλά και κατά την επεξεργασία του Καταλόγου Sis τα πράγματα γίνονταν ακόμη πιο αινιγματικά. Εδώ ο αριθμός -broj δεν ήταν απλός και εμφανιζόμενος για μία φορά. Στους φακέλλους μάλιστα που αφορούσαν περιγραφές χειρογράφων της μονής Προδρόμου γινόταν κομφούζιο. Στη θέση ενός αριθμού που βρισκόταν εντός παρενθέσεων γινόταν διαγραφή του, και, στη συνέχεια, πάνω στο διαγεγραμμένο αριθμό γινόταν διόρθωση, κάποτε με το ίδιο χέρι και το ίδιο μελάνι και άλλοτε με ευδιάκριτο μπλε μολύβι22 και το σύνολο απαιτούσε προσεκτική ανάγνωση. Είχα μπροστά μου μια στρωματογραφία των αριθμών, για να χρησιμοποιήσω έναν αρχαιολογικό όρο. Αναγνώριζα επίσης την ίδια διορθωτική εργασία και στη σελιδαρίθμηση του Καταλόγου και εύκολα διαπυστωνόταν ότι υπήρχαν χάσματα στη συνέχεια της αρίθμησης των περιγραφομένων χειρογράφων, που συνέπιπταν με τις ελεγχόμενες αλλαγές.
Η λογική των αριθμών, που με βασάνιζε από την πρώτη επαφή μου με τα χειρόγραφα, απαιτούσε ένα άλλο επίπεδο έρευνας: την αποκρυπτογράφηση της λογικής συνέχειας, έστω μέσα από το δαιδαλικό λαβύρινθο των διαφόρων αριθμήσεων. Όταν απαλλάχτηκα από την παραπλανητική τελικά αναγραφή broj κι ενός συνοδευτικού αριθμού που προτασσόταν από το νούμερο που ήταν σε παρένθεση ήταν κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι ο “πρώτος” αυτός broj λειτουργούσε ως αύξων αριθμός και ο “δεύτερος”, που ακολουθούσε μέσα στην παρένθεση, ήταν ένας σταθερός “σιωπηρός” αριθμός. Το χέρι μου διόρθωνε τους αριθμούς αποκαθιστούσε τελικά τη συνέχεια ύστερα από κάποια διατάραξη. Το πιο σημαντικό ήταν η διαπίστωση ότι ο αριθμός που βρισκόταν πάνω από τον διαγραμμένο “σιωπηρό”-εντός παρενθέσεων-αριθμό ανταποκρινόταν στην αρίθμηση που ο Λίνος Πολίτης ονόμαζε “Σ ε ρ ρ ώ ν” στα χειρόγραφα που επιστράφηκαν στην Αθήνα. Σ’αυτό το σημείο είχε συντελεστεί μπροστά μου η λύση του όλου ζητήματος23. Γιατί όσο ο προτασσόμενος broj δεν συμφωνούσε με τον broj που είχαν τα ίδια τα χειρόγραφα ήταν δύσκολο να συλλάβει κανείς τη σημασία του “σιωπηρού” αριθμού, που βρισκόταν στο β’ στρώμα κάτω από το νεότερο.
Στο επόμενο στάδιο μπήκε στη σκέψη μου η έρευνα της συνέχειας όλων των αριθμών broj εντός των παρενθέσεων, αυτών που μέχρι εκείνη τη στιγμή ονόμαζα “σιωπηρούς” αριθμούς. Ευτυχώς κάποιοι από αυτούς διακρίνοταν καθαρά, στην αρχή ιδίως του Καταλόγου. Όταν είδα ότι ορισμένοι από αυτούς ταίριαζαν με τους αριθμούς των χειρογράφων στην Αθήνα ή στο Κέντρο Dujcev προχώρησα στην επαλήθευση αυτής της υπόθεσης εργασίας.
Ως αφετηρία γι’ αυτή την προσπάθεια είχα ένα εκπληκτικό επίσης στοιχείο. Πρόκειται για μια σημείωση, αυτήν που βλέπετε24, που βρίσκεται στο εσωτερικό (contre-plat) του πρώτου προστατευτικού καλύμματος του φακέλλου μέσα στον οποίο φυλάσσονται τα γραπτά του VI.Sis (ο οποίος ας σημειωθεί ότι προέρχεται κι αυτός από τη μονή Κοσίνιτσας, όπως δηλώνει η ροζ ετικέτα που επικαλύπτεται από την μπλε ετικέτα)25. Στο σημείωμα αυτό, που δεν είναι τίποτ’άλλο από μια σούμα αριθμητικών δεδομένων που καταλήγει σ’ένα σύνολο 827, αναγνωρίζω το χέρι του VI. Sis, που καταγράφει- τί άλλο;-…χειρόγραφα. Όταν είδα την σημείωση για πρώτη φορά πολλοί συνειρμοί και υποθέσεις μου δημιουργήθηκαν. Την έδειξα στον καθηγ. Α. Guillou και στη συνάδελφο Μαρία Πολίτη, που βρισκόταν τότε στη βιβλιοθήκη του Κέντρου Dujcev, μια μέρα μετά το συνέδριο της Σόφιας. Ο καθηγ. Guillou αναφώνησε: “αυτό και μόνο είναι αρκετό για να ξανακάνουμε το συνέδριο!”.
Με βάση αυτόν τον top αριθμό ως όριο στην υπόθεση εργασίας σχημάτισα έναν πίνακα αριθμών, τοποθετώντας στις αντίστοιχες θέσεις χειρόγραφα με αριθμούς broj από την Αθήνα και το Κέντρο Dujcev. Η αρίθμηση έφτασε στον αριθμό 51826.
Το παραστατικό διάγραμμα έδειξε ότι υπήρχαν εδώ χειρόγραφα περγαμηνά και χάρτινα από τη μονή Προδρόμου, περγαμηνά από τη μονή Κοσίνιτσας, όπως τα γνωρίζουμε από τη μέχρι τώρα έρευνα, που κάλυπταν όλο το φάσμα των περγαμηνών χειρογράφων των μονών Κοσίνιτσας και Προδρόμου, καθώς επίσης και τον αριθμό γνωστών χάρτινων χειρογράφων της μονής Προδρόμου. Απέμεινε μόνο το ερωτηματικό: τι απέγιναν τα χάρτινα χειρόγραφα της μονής Κοσίνιτας;
Η αναζήτηση αυτών των χειρογράφων λογικά έπρεπε να κατευθυνθεί προς τα χειρόγραφα της “Συλλογής” Dujcev. Εδώ είχαμε ήδη διαπιστώσει ότι σ’ένα ποσοστό , που προσεγγίζει το 100%, η προέλευση των χειρογράφων αυτής της “Συλλογής” ήταν από τις δύο μονές και κυρίως από την Κοσίνιτσα. Η προσωπική μου άποψη, που διατυπώθηκε πολλές φορές στις μεταξύ μας συζητήσεις με τους συνεργάτες στο πρόγραμμα καταλογράφησης, είναι ότι μόνο ένα από τα χειρόγραφα της “κλειστής συλλογής”/Dujcev δεν φαίνεται να προέρχεται από τις μονές27. Με τη στροφή και την αναζήτηση των χαρτώων χειρογράφων της Κοσίνιτσας στη “Συλλογή” Dujcev παρατήρησα τα εξής:
α) Ότι μέσα στο υλικό των χειρογράφων της ¨Συλλογής” Dujcev δεν συναντούμε την αφθονία των περγαμηνών χειρογράφων που υπήρχε στην προηγούμενη, όπως είδαμε, λίστα.
β) Το σπουδαιότερο, τα πολλά χειρόγραφα που έφυγαν προς την Αθήνα απουσίαζαν φυσικά από τη σημερινή “Συλλογή” Dujcev, κι όταν συγκρίνει κανείς ταυτισμένα χειρόγραφα στην Αθήνα εύκολα βλέπει ότι απουσιάζει εκεί- με δύο τρεις εξαιρέσεις όχι αναιτιολόγητες28 – η λατινική αρίθμηση πριν από την αρίθμηση με αραβικούς αριθμούς, όπως τη βλέπουμε κατά κανόνα στα χειρόγραφα του Κέντρου Dujcev.
γ) Ότι η αρίθμηση με τους αραβικούς αριθμούς δεν επηρεαζόταν από την αλλαγή του λατινικού αριθμού που ήταν μπροστά του. Ήταν επομένως η αρίθμηση αυτή, η δεύτερη, μια συνεχής αρίθμηση σε τέτοιο σημείο, ώστε να μου επιτρέπεται ακόμη και να διαγράψω προς στιγμήν τους λατινικούς αριθμούς που ήταν μπροστά.
Η σύνταξη ενός άλλου πίνακα, που μέσα σ’ αυτόν εντάσσονταν όλοι οι αριθμοί με αύξουσα σειρά από το 441-το 66529,έδειξε το εξής αποτέλεσμα: αυτά τα χειρόγραφα που χαρακτηρίζαμε ως χειρόγραφα της ΒΑΝ καταλάμβαναν αντίστοιχες θέσεις και κάλυπταν το σύνολο των χειρογράφων που υπάρχουν στο Κέντρο Dujcev. Δηλ. παραμένουν εδώ τα περγαμηνά χειρόγραφα της Κοσίνιτσας και η κατηγορία των χάρτινων εμφανίζεται πιο ενισχυμένη. Είναι ενισχυμένη από κάποια άλλα χειρόγραφα που έχουν και αυτά τη δική τους πρόκληση. Αλλά τώρα ο δρόμος είναι εύκολος για να μας οδηγήσει στο τέρμα.
Όταν απομονωθούν τα χειρόγραφα που εμφανίζονται στη δεύτερη λίστα, αλλά δεν έχουν αριθμό broj έχουμε ως αποτέλεσμα ένα τρίτο πίνακα -μέρος του οποίου βλέπετε30 -, όπου διαπιστώνουμε ότι:
α) Τα χειρόγραφα που δεν έχουν broj πρωτοεμφανίζονται στην αρίθμηση ΒΑΝ, απουσιάζουν δηλ. από τον πρώτο πίνακα.
β) Η αρίθμηση τους αρχίζει από το Νο 671 και φθάνει ως το 827, ως τον αριθμό δηλαδή που είδαμε στο σημείωμα του Sis. Αρχίζει δηλαδή κάτω από έξι νούμερα κενά στον δεύτερο πίνακα, όπου τοποθετείται μια σειρά από σπαράγματα τα οποία έχουν broj, και περατώνεται σ’ένα σημείο όπου ακολουθούν τρεις κενές θέσεις χειρογράφων (τα νούμερα 828, 829 και 830) και στη συνέχεια επανεμφανίζονται χειρόγραφα της “Π ρ ώ τ η ς” (;) Γενικής Καταγραφής, χειρόγραφα ως φαίνεται από τη μονή Προδρόμου, που επιβεβαιώνουν τις υποψίες του Λίνου Πολίτη για την κατακράτηση στη Σόφια την εποχή της επιστροφής των χειρογράφων στην Αθήνα, ορισμένων χειρογράφων από τα Προδρομηνά31, εμφανίζονται ωστόσο μεταξύ των χειρογράφων αυτών που φθάνουν στον υψηλότερο αριθμό ΙΙ 860 και δύο χειρόγραφα από τη μονή Κοσίνιτσας.
γ) Πολλές θέσεις στον τ ρ ί τ ο πίνακα32 παραμένουν κενές. Δεν έχουμε για την ώρα τα στοιχεία που χρειάζονται για να καταλάβουν τη θέση τους εδώ χειρόγραφα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι απίθανο να υπάρχουν στα τόσα αταύτιστα χειρόγραφα που διαθέτουμε.
Ας συνοψίσουμε:
Δεν είναι πια υπόθεση εργασίας το σύστημα που αποκρυπτογραφήσαμε και ακτινογραφήσαμε. Μας παρέχει την ακόλουθη διάταξη και σχέση των, ας τα ονομάσουμε συμβατικά, συγκοινωνούντων δοχείων:
Υπάρχουν οι συλλογές χειρογράφων των δύο μεγάλων βυζαντινών μοναστηριών
(Προδρόμου) | (Κοσίνιτσας) |
Περγαμηνά: 100-103 | Περγαμηνά: 161 |
Χαρτώα: 161-210 | Χαρτώα: 262 |
Σλαβικά: 8 | |
Σύνολο: 261-313 | Σύνολο: 43133 |
Τα χειρόγραφα αυτά έρχονται στη Σόφια. Εδώ γίνεται συγχώνευση των χειρογράφων των δύο μονών και στη συνέχεια ανάμειξη των χειρογράφων τους. Στην αρχή τοποθετήθηκαν ανάμικτα τα περγαμηνά κατά μέγεθος και ακολουθούν κατά τον ίδιο τρόπο τα χάρτινα σε μια γενική καταγραφή, όπου όλα τα καταγεγραμμένα χειρόγραφα παίρνουν και αριθμό ταυτότητος. Την γενική αυτή καταγραφή ας την ονομάσουμε
Σ’αυτή τη δεξαμενή κυκλοφορούν χειρόγραφα όπως τα περγαμηνά των μονών Προδρόμου και Κοσίνιτσας, ένα μεγάλο μέρος από τα χαρτώα της μονής Προδρόμου. Λείπουν τα πολλά χαρτώα της Κοσίνιτσας. Το σπουδαιότερο: υπάρχουν εδώ χειρόγραφα που αργότερα μετακινούνται από τη Σόφια. Όταν ο μεγάλος αριθμός των 259 χειρογράφων μετακινείται στην Αθήνα η δεξαμενή στερεύει. Τότε ακριβώς φαίνεται να διοχετεύεται το περιεχόμενο της δεξαμενής Α σε μίαν άλλη δεξαμενή, τη
Από τη δεξαμενή Α, δημιούργημα του VI. Sis, χτίστηκε η δεξαμενή Β, η δεξαμενή της ΒΑΝ η οποία το 1916 είχε μόνο 10 χειρόγραφα! Γιατί αρχίζει από τον αριθμό 441 αυτή η σειρά των χειρογράφων της; υπάρχουν ορισμένες εξηγήσεις, ιδιαίτερα μάλιστα όταν αναγνωρίζουμε στην μικρή ετικέτα του χφ ΒΑΝ 429-1 που περιέχουν το Χρονικό του Δωροθέου Μονεμβασιάς, τον αριθμό 1 και μπορούν να ακολουθήσουν στη συνέχεια μετά τα σπαράγματα που υπήρχαν στην κατοχή της ΒΑΝ το 1916. Αλλά κι αν ακόμη οι Βούλγαροι συνάδελφοι δεν μας διαφωτίσουν επακριβώς για το λόγο που η αρίθμηση αυτή ξεκινά δέκα νούμερα πάνω από τον αριθμό τον παραδομένο για το σύνολο των χειρογράφων της μονής Κοσίνιτσας, δεν έχει και τόση σημασία το τι προηγείται σ’αυτήν την αρίθμηση. Η ανάγκη να συμπυχτεί και να ξανασυγκροτηθεί με ενιαία αρίθμηση η “Συλλογή” ΒΑΝ μετά την έλλειψη των χειρογράφων που πήγαν στην Αθήνα μπορεί να κατανοηθεί παραστατικά με την εικόνα μιας βιβλιοθήκης από τα ράφια της οποίας αφαιρέθηκαν ενδιάμεσα πολλά βιβλία συγκεντρωμένα σε συνεχείς θέσεις ή σποραδικά εδώ κι εκεί. Προέκυψε δηλ. η ανάγκη να συμπληρωθούν τα κενά για να μην χαίνουν τα ανοίγματα και η συλλογή αριθμήθηκε ξανά. Εδώ εντάχθηκαν χειρόγραφα από την “Πρώτη” (;) Γενική Καταγραφή, αλλά και χειρόγραφα, όλα χαρτώα, που δεν αριθμήθηκαν καν την πρώτη φορά, περιέργως όμως διατηρούν πιο καθαρά τα στοιχεία της ταύτισης τους.
Από τη δεξαμενή της ΒΑΝ διοχετεύτηκαν τα χειρόγραφα στο Κέντρο Dujcev, του οποίου η “Συλλογή” μέχρι το όριο που χαρακτηρίστηκε “κλειστή συλλογή” κατέχει χειρόγραφα αποκλειστικά της ΒΑΝ, η οποία, όσο είμαστε σε θέση να ξέρουμε, διεκδικεί την επιστροφή τους από το Κέντρο Dujcev στη Βιβλιοθήκη της (για να συνεχίσει την παράδοσή της στην παραπλάνηση του επιστημονικού κόσμου), ενώ θα μπορούσε να προσφέρει περισσότερα, δημοσιεύοντας το σχετικό με τα χειρόγραφα αρχειακό της υλικό. Εμείς θα δημοσιεύουμε ό,τι σχετικό αρχειακό υλικό υπάρχει.
Με διάφορους πίνακες μπορεί κανείς να δείξει, ύστερα από τη συνολική διευθέτηση του κώδικα στη διαδοχική λειτουργία των Συλλόγων, και τη ροή των συγκεκριμένων χειρογράφων μέσα ή έξω από αυτές, πάρα πολλά στοιχεία -δείγματα της ιστορικής περιπέτειας αυτών των χειρογράφων. Τη μεταβλητή ή αμετάβλητη θέση τους μπορεί να καταγράψει κανείς με αντίστροφους πίνακες όπου φαίνεται ο τρόπος επιλογής και τοποθέτησης των χειρογράφων στις νέες τους θέσεις. Φαίνεται η λογική συνάφεια ή η τυχαία σχέση τους στη συνολική λειτουργία των συλλογών, παρακολουθώντας την κινητικότητα τους στις γραμμές πορείας τους, τις περιπέτειές τους και την επιβίωσή τους.
Με τους τρόπους αυτούς έχουν λυθεί πολλά αινίγματα. Αλλά το πιο βασικό είναι ότι τώρα είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε το “σταθερό αριθμό” της ταυτότητας του κάθε χειρογράφου με απόλυτη ακρίβεια.
Τα ποσοτικά δεδομένα προσεγγίζονται πια με καθαρότερη ακρίβεια, κι όσο θα γεμίζει το puzzle, αφού υπάρχει ακόμη η λίστα των “αγνοουμένων χειρογράφων”, τόσο θα δικαιώνεται η άποψη μου που υπακούει σε μια συστηματική λογισμική προσέγγιση του όλου προβλήματος. Η τελειότητα με την οποία λειτουργεί το όλο σύστημα επιτρέπει να δοθούν λύσεις σε άλυτα ως τώρα ζητήματα και να φτάσει κανείς στην ανασυγκρότηση των διαλυμένων βιβλιοθηκών των δύο μεγάλων μοναστηριών.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Με τη βεβαιότητα ότι ο ηλεκτρονικός υπολογιστής θα μορφοποιήσει όλες τις λεπτές αποχρώσεις των ζητημάτων με όλα τα δεδομένα, που τα επεξεργάστηκα μόνος και χωρίς υπολογιστή και που με οδήγησαν με μαθηματική ακρίβεια στην ορθή διασταύρωση όλων των στοιχείων, θα ήθελα να κλείσω με μία έκκληση προς τους επιστήμονες όλου του κόσμου, αν βρουν χειρόγραφα προερχόμενα από τις δύο μονές να συνεισφέρουν σ’αυτήν την προσπάθεια ανασυγκόλλησης του “σκορπισμένου ψηφιδωτού”, παραθέτοντας και τους αριθμούς (br.+no)34.
Υπάρχουν ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες ότι ένα μεγάλο τμήμα από τη λίστα των “αγνοουμένων χειρογράφων” μας βρίσκονται σήμερα στη βιβλιοθήκη της πρώην βασιλικής οικογένειας της Βουλγαρίας35. Θα ήταν ευχής έργο να δοθούν και αυτά τα χειρόγραφα στην επιστήμη*.
* Οι ακόλουθες σημειώσεις συνοδεύουν εξυστέρου το κείμενο της ανακοίνωσης μου στο Δ’ Διεθνές Συνέδριο Ελληνικής Παλαιογραφίας, που δημοσιεύεται εδώ ως εισαγωγικό.
1. Η όλη εμπλοκή μου στο πρόγραμμα έρευνας των ελληνικών χειρογράφων στη Βουλγαρία είχε ως αφετηρία τη συμφωνία Επιστημονικής Συνεργασίας μεταξύ του Αριστοτελιού Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης και του Πανεπιστημίου της Σόφιαςπου υπογράφτηκε το 1987. Αρκετοί επιστήμονες συνάδελφοι “εγγυήθηκαν” εκείνη την εποχή εν αγνοία μου για την επιστημονική ετοιμότητα μου να εργαστώ ερευνητικά στη Σόφια. Ανάμεσα τους ήταν, όπως πληροφορήθηκα αργότερα, οι καθηγ. Ι. Καραγιαννόπουλος, Φ. Μαλιγκούδης, Χ. Παπαστάθης και Ihor Sevcenko. Ο κ. Μαλιγκούδης με έφερε σε άμεση επαφή με τους Βούλγαρους συναδέλφους. Σε όλους οφείλω να εκφράσω και από τη θέση αυτή τις ευχαριστίες μου.
2. Οι αντιδράσεις αυτού του χαρακτήρα αποτυπώθηκαν αργότερα σε “λιβέλλους”, για να διαιωνίζουν την εμβέλεια της σκέψης και το εύρος του επιστημονικού ήθους των συντακτών τους (βλ. σχετικά Γ.Κ.Παπάζογλου, Χειρόγραφα και βιβλιοθήκες, επίμετρο, σ. 33-47 πρβλ. τώρα περιοδ. Αντί, περ. Β’, τεύχ. 579, σ. 56).
3. Βλ. τώρα Α. Dzurova, Kr. Stancev, V. Atsalos, V. Katsaros, Checklist, σ. 81-85.
4. J. Koder, Das Eparchenbuch Leons des Weisen, Wien 1991,σ. 51 κ.ε.
5. Βλ. D. Getov, Β. Κατσαρού, Χ.Κ.Παπαστάθη, Κατάλογος (1994).
6. Βλ. Β. Κατσαρού, Χ.Κ.Παπαστάθη, “Ο Νέος Μέγας Κώδηξ” σ. 173.
7. Βλ. γι’αυτόν παρακάτω, σ. 49.
8. Για τα fragmenta της συλλογής του Κέντρου Ivan Dujcev ελπίζω ότι θα είμαι σε θέση να δώσω σύντομα περισσότερα στοιχεία.
9. Η επίσκεψη αυτή έγινε σε μια χρονική περίοδο πριν από τα επίσημα εγκαίνια του Κέντρου, τα οποία συνόδευσε η γνωστή έκθεση και ενός μικρού τμήματος των ελληνικών χειρογράφων από τις δύο μονές (βλ. σημ. 12 εδώ).
10. Από παραδρομή στην προφορική ανακοίνωση μου στην Οξφόρδη διάβασα το όνομα του Βούλγαρου ερευνητή λανθασμένα {Nikolaj}, στην καθηγ.Ax. Dzurova οφείλω την άμεση διόρθωση.
11. Βλ. Λ. Πολίτη, Έκθεση και υπόμνημα, σ. 377.
12. Βλ. A. Djurova-Kr. Stancev, Slavjanski, Grecki i Orientalski rakopisi…, Sofia 1988.
13. Η εργασία αυτή ολοκληρώθηκε πριν από το Διεθνές Συμπόσιο της Σόφιας.
14. Η άποψη ότι ο κατάλογος εξακολουθεί να είναι “απόρρητο δημόσιο έγγραφο του Βουλγαρικού κράτους, που θα δικαιολογούσε τηνπροέκταση της σιγής γύρω από την ύπαρξη και κατά συνέπεια το απρόσιτο για την επιστημονική του μελέτη, δεν υφίσταται πλέον (βλ. Ax. Dzurova, Erytheia 13, 1992), σ. 122, σημ.12).
15. Βλ. V. Katsaros, Actes, σ. 79: “IIy a aussi un probleme grand et moral: la publication du Catalogue de Vladimir Sis”.
16. Είναι δύσκολο να πιστέψω ότι δεν υπάρχει και άλλο αρχειακό υλικό σχετικό με τα ελληνικά χειρόγραφα στη Βουλγαρία. Ας ελπίσουμε ότι με την πρόοδο των ελληνιοβουλγαρικών σχέσεων και η επιστημονική έρευνα θα έχει πιο πολλά να ωφεληθεί.
17. Βλ. π.χ. εικ. 1-4.
18. Με βάση τις ενδείξεις των διαδοχικών σελιδαριθμήσεων του ο Κατάλογος αυτός εκτεινόταν αρχικά στις 2.350 περίπου σελίδες.
19. Βλ. Λ. Πολίτη, Κατάλογος, σ. 389-501.
20. Βλ. Λ. Πολίτη, Έκθεση και υπόμνημα, σ. 363 και 373. Πρβλ. του ίδιου, Κατάλογος, ο.π. passim.
21. Ανάλογα φαινόμενα παρατηρούνται και στα “επιστραφέντα” χειρόγραφα που βρίσκονται στην Αθήνα, βλ. Λ. Πολίτη, Έκθεση και υπόμνημα, σ. 363. Πρβλ. Κατάλογος, σ. κβ’.
22. Οι διαφορετικές επεμβάσεις στους αριθμούς δεν είναι ευδιάκριτες στον “Συνοπτικό” κατάλογο του VI.Sis που πρωτοδημοσιεύεται εδώ. Μόνο η χρωματική εναλλαγή δείχνει καθαρότερα το είδος αυτών των επεμβάσεων, αλλά στην ουσία δεν επηρεάζεται η ακολουθία των αριθμών.
23. Στην τέλεια ανταπόκριση αυτού του συστήματος μπορεί να δει τώρα κανείς στο μελέτημα μου “Θεωρια για τη συνολική επιστημονική διευθέτηση του ζητήματος της ιστορίας των Συλλόγων ελληνικών χειρογράφων των μονών Παναγίας Αχειροποιήτου του Παγγαίου, της επονομαζομένης Κοσίνιτσας (νεωτ. Εικοσιφοινίσσης), και του Τιμίου Προδρόμου Σερρών” στα υπό έκδοσιν Πρακτικά του Διεθνές Συνεδρίου “Οι Σέρρες και η περιοχή τους. Από την Αρχαία στη Μεταβυζαντινή Κοινωνία” που έγινε στις Σέρρες 29 Σεπτεμβρίου 3 Οκτ. 1993.
24. Βλ. εικ. 2.
25. Βλ. εικ. 1.
26. Βλ. σελ. 138 εδώ.
27. Πρόκειται για το χφ. D. gr. 275.Πρβλ. Checklist, σ. 16.
28. Πρόκειται μόνο για τη λατινική αρίθμηση των σπαραγμάτων που συγκεντρώθηκαν όλα κάτω από το υπ’αριθ. ΕΒΕ 2643, τελευταίο αριθμό της ενότητας των “Σερραϊκών χειρογράφων”.
29. Βλ. σ. 147 εδώ.
30. Βλ. σ. 151-155 εδώ.
31. Δεν είμαι βέβαιος αν η κατακράτηση ήταν σκόπιμη ή υπάρχουν άλλοι λόγοι που ερμηνεύουν αυτή την ανάμειξη (βλ. σ. 242 εδώ).
32. Βλ. σ. 151-155 εδώ.
33. Δεν γνωρίζουμε αν στη φράση “ενοις και οκτώ σλαβικά” του Α. Παπαδοπούλου-Κεραμέως, Έρευναι, σ. 52α, υπονοείται αφαίρεση ή πρόσθεση των εν λόγω οκτώ χειρογράφων από τον ή στον συνολικό αριθμό των 431 χειρογράφων της μονής.
34. Οφείλω να εκφράσω θερμές ευχαριστίες στον αγαπητό συνάδελφο Arnold Van Gemert, ο οποίος ανταποκρίθηκε πρόθυμα στο αίτημα μου να με πληροφορήσει ότι “δυστυχώς δεν υπάρχει καμία αρίθμηση ή άλλη ένδειξη στο χφ. του Αμστερνταμ, και στην αρχή και στο τέλος έχουν αφαιρεθεί φφ.” [πρβλ. Ελληνικά 25 (1972) 200-203].
35. Η ατεκμηρίωτη αυτή άποψη μου φαίνεται τώρα μάλλον απίθανη. Δεν αποκλείεται τα ελλειπόντα χειρόγραφα να βρίσκονται στη βιβλιοθήκη της Ακαδημίας Επιστημών της Βουλγαρίας. Εν πάση περιπτώση η έκκληση διατηρεί τη δύναμη της προς κάθε κατεύθυνση.
Τον Αύγουστο του 1990 πραγματοποιήθηκε στη Σόφια ένα επιστημονικό Συμπόσιο με δύο σημαντικές διαστάσεις. Η μία διάσταση ήταν καθαρά επιστημονική, ένα επιστημονικό ζήτημα που παρέμεινε ως αίνιγμα για επτά και πλέον δεκαετίες έβρισκε τη μόνη ορθή και ενδεδειγμένη λύση του1. Ένα μεγάλο μέρος από τα χειρόγραφα που συναποκόμισαν το 1917 οι Βούλγαροι από τις μακεδονικές Βυζαντινές μονές του Τιμίου Προδρόμου Σερρών και Παναγίας Αχειροποιήτου του Παγγαίου (της επανομαζόμενης Κονίσιτσας, μτγν. Εικοσιφοίνισσας) και για τα οποία “ουδένα ποτέ έκαμαν λόγο”2, βρίσκονταν, όπως υπέθεταν ως τότε πολλοί ειδικοί επιστήμονες, στη Σόφια, εναποκείμενα στον πρόσφατο σταθμό του ταξιδιού τους, στο Ερευνητικό Κέντρο Σλάβο-Βυζαντινών Σπουδών “Ivan Dujcev” του Πανεπιστημίου της Σόφιας. Ένα “από τα μεγαλύτερα ερωτηματικά της βυζαντινολογίας και της ελληνικής κωδικολογίας”4 είχε λυθεί. Το ηθικό πρόβλημα που βάραινε με τη σιωπή τους Βούλγαρους επιστήμονες3 είχε, έστω αργά, διευθετηθεί χάρη στις προσπάθειες ορισμένων ακαδημαϊκών κύκλων της γειτονικής χώρας και την τόλμη που επέδειξε για την πραγματοποίηση τους η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου της Σόφιας Axinia Dzurova.
Η άλλη διάσταση του προβλήματος ήταν εξωεπιστημονική. Είναι γνωστά τα ιστορικά συμφραζόμενα μέσα στα οποία συνέβησαν τα γεγονότα της διάλυσης των βιβλιοθηκών των δυό, κυρίως, μεγάλων σταυροπηγιακών μονών του μακεδονικού χώρου, μη αμφισβητήσιμα ιστορικά γεγονότα τα οποία κάλυψε για εβδομήντα σχεδόν έτη “μετά τη βουλγαρικήν διαπραγήν”5 ένα πέπλο σιγής, παράλληλο προς το “ανεξιχνίαστον μυστήριον”6 που συνδέθηκε με την “πολύτιμον συλλογήν των χειρογράφων, της μονής Κοσινίτσας”7, ιδίως, αφού η συλλογή των χειρογράφων της μονής του Τιμίου Προδρόμου Σερρών είχε τυπικά επιστραφεί το 1923 στην Ελλάδα και κατέληξε στην Εθνική της Βιβλιοθήκη.
Η απόφαση, λοιπόν, να δοθεί στη δημοσιότητα η είδηση για την ύπαρξη των υπολοίπων ελληνικών χειρογράφων στη Σόφια ήταν ταυτόχρονα εκ μέρους των Βουλγάρων και μια απόφαση “πολιτική”, δεδομένου ότι η αποκάλυψη του επτασφράγιστου-και για τον επιστημονικό κόσμο και για την πολιτική ηγεσία της γειτονικής χώρας-μυστικού δήλωνε ταυτόχρονα, εμμέσως πλην σαφώς, και την παραδοχή των συμβάντων που βάραιναν την πλάτη του ομόδοξου βουλγαρικού λαού με ευθύνες άλλων υπευθύνων της πολιτικής ηγεσίας του και με δομές αντιλήψεων άλλων εποχών. Έτσι η τρίτη διάσταση του προβλήματος παρουσιάζει συνθετότερη μορφή, αφού η στάση και των επιστημόνων και των ηγεσιών έπρεπε να δοκιμαστεί απέναντι στη νέα πραγματικότητα. Ένα ζήτημα με δύο κατευθύνσεις ανέκυπτε ως νέα πρόκληση μέσα στο κλίμα ενός διαλόγου που, ύστερα από τόσα χρόνια σιωπής ήταν ανάγκη να ξαναρχίσει στο πλαίσιο της πολιτιστικής και επιστημονικής συνεργασίας των δύο γειτονικών χωρών, με το βλέμμα προσηλωμένο τόσο στο σεβασμό των εθνικών παραδόσεων των δύο λαών και στην αυτογνωσία του παρελθόντος, όσο και στις προοπτικές του μέλλοντος, με βάση τα απολύτως σεβαστά και καλώς εννοούμενα εθνικά συμφέροντα των δύο κρατών.
Ως Έλληνας επιστήμονας με απόλυτη προσήλωση στο χρέος, που είναι η αναζήτηση της αλήθειας, μαζί και με άλλους συναδέλφους, πρόθυμα ανταποκρίθηκα στην πρόκληση και πρόσκληση της συνεργασίας των Βουλγάρων συναδέλφων μας που είχαν “δείξει ποικιλοτρόπως την επιθυμία των να διασπάσουν την επιστημονικήν απομόνωσιν, εις την οποίαν είχον καταδικάσει εαυτούς κατά το παρελθόν”8, έχοντας επίγνωση ταυτόχρονα ότι απομένει σε εκκρεμότητα η οριστική διευθέτηση του άλλου σκέλους του προβλήματος. Αναγνωρίζοντας το δικαίωμα στους Βουλγάρους συναδέλφους μας να μην αποβάλλουν την εθνική τους ταυτότητα, όπως απαιτεί η αμοιβαία κατανόηση, με προέκταση και προς τη δική μας πλευρά, έχουμε χρέος να αναζητούμε τους τρόπους επικοινωνίας των δύο γειτονικών χωρών μας, διδάσκοντας το πνεύμα της επιστημονικής συνεργασίας μας και των εφαρμογών της και σε άλλους τομείς, που θα παραμερίσουν οριστικά όσα χωρίζουν τους δύο λαούς και θα καλλιεργήσουν εκείνα που τους ενώνουν.
Με αυτό το πνεύμα παρουσιάζουμε σήμερα το αποτέλεσμα των ερευνών που βασίστηκε στο άνοιγμα αυτής της συνεργασίας, πιστοί στην επιστημονική επιταγή για την αναζήτηση της αλήθειας των πραγμάτων. Εκφράζουμε την ευχή ότι αυτό το πνεύμα θα συνεχιστεί και θ’αποτελέσει πρόκληση και πρόσκληση στις πολιτικές ηγεσίες των δύο χωρών να αναζητήσουν τη δίκαιη και σωστή λύση και στο άλλο σκέλος του προβλήματος, στο οποίο εμείς ως επιστήμονες δηλώνουμε αναρμοδιότητα, δεν παύουμε όμως να πιστεύουμε ότι οι δύο λαοί έχουν δικαίωμα να συνεργάζονται ειρηνικά και σε τελευταία ανάλυση να μην ευθύνονται για τα σφάλματα που τους φόρτωσαν οι διάφορες επιλογές των κατά καιρούς υπευθύνων για τις τύχες των ηγεσιών τους. Ο μόνος δρόμος που απομένει είναι η προσπάθεια που πρέπει να καταβάλλεται διαρκώς για τη λύση της σιωπής και τη διάλυση κάθε είδους μυστηρίου, ώστε, με λόγους καθαρούς και αξιόπιστους, να μπορέσουμε να στεριώσουμε τον αλληλοσεβασμό και την αμοιβαία κατανόηση. Με άλλα λόγια να συνεχίζουμε τον διάλογο, το μόνο μέσο για την επίλυση των όποιων προβλημάτων μας.
Η έκδοση αυτή δεν αποτελεί οριστική σύνθεση όλων των θεμάτων που σχετίζονται με τις βιβλιοθήκες των δύο μακεδονικών μονών. Αποτυπώνει κυρίως την εξελικτική διαδικασία μιας συγκεκριμένης έρευνας. Από την άποψη αυτή παραμένει ακόμη εν ενεργεία ερευνητική εργασία, που λειτουργεί ταυτόχρονα ως “κατάθεση” γύρω από τους προβληματισμούς για το μεγάλο ζήτημα της “αποκατάστασης” των δύο μοναστηριακών βιβλιοθηκών στον τομέα των χειρογράφων. Με τη δεύτερη ιδιότητα της η εργασία αυτή παρέχει στον αναγνώστη, με τον σαφέστατο και σχεδόν μαθηματικό τρόπο, την εικόνα των συνόλων (ή καλύτερα των ολοτήτων), ύστερα μάλιστα και από τις διάφορες μεταβολές που παρατηρούνται στην κατάσταση των συγκεκριμένων χειρογράφων από τη στιγμή της μεταφοράς τους στη Σόφια μέχρι σήμερα. Ο αναγνώστης επίσης έχει τη δυνατότητα πλέον να κατανοήσει πλήρως το status ύστερα από κάθε επέμβαση ή μεταβολή, πάνω απ’όλα όμως καθίσταται εγρήγορος στο να παρτηρεί και να ανιχνεύει τις τύχες και του συνόλου και των επί μέρους. Τοποθετείται στην ουσία του προβλήματος.
Στη δομή αυτής της εργασίας προτάσσεται ως εισαγωγικό κεφάλαιο το κείμενο μιας προφορικής ανακοίνωσης μου που έγινε στην Οξφόρδη και στο πλαίσιο του Δ’ Διεθνούς Συνεδρίου για την Ελληνική Παλαιογραφία (22-28 Αυγ. 1993). Το κείμενο αυτό δημοσιεύεται εδώ σε παραλληλισμό με το ελληνικό αντίστοιχο του. Πρόθεσή μου με τη συνδημοσίευση αυτή είναι: α) να καταγραφεί στη διαχρονική της εκδήλωση η πορεία της έρευνας, όπως εκτέθηκε σ’ένα άκρως επιστημονικό διεθνές forum τον Αύγουστο του 1993, χωρίς να τροποποιούνται καθόλου οι απόψεις που εκφράστηκαν εκεί και β) να δοθεί η δυνατότητα και στους Έλληνες αναγνώστες να γνωρίσουν αυτό το κείμενο, που οριοθετεί ένα terminum στην ενασχόληση μου με τα εν λόγω χειρόγραφα στη Σόφια.
Κατά την περίοδο της δύσκολης- από κάθε άποψη-και πιεστικής προσπάθειας μου υπήρξαν αρωγοί και συμπαραστάτες στους οποίους χρωστώ αμέσως ή εμμέσως πάρα πολλά. Χωρίς την πληροφορία του συναδέλφου Kr.Stancev για την ύπαρξη των χειρογράφων του “καταλόγου VI.Sis” και την άδεια για την έρευνα, σε μια πρώτη φάση, του καταλόγου αυτού από τη Διευθύντρια του Κέντρου Σλαβο-Βυζαντινών Σπουδών “Ιvan Dujcev”, την καθηγ. A. Dzurova, το έργο αυτό δεν θα ξεκινούσε. Χωρίς επίσης, σε μια δεύτερη φάση προβληματισμού, το αδημοσίευτο υλικό του περιγραφικού καταλόγου των προερχομένων από τη μονή Προδρόμου Σερρών ελληνικών χειρογράφων που είναι κατατεθειμένα στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος (αριθ. 2396-2643) του Λίνου Πολίτη, στην άμεση ανταπόκριση της συνεργάτισσάς τους, συναδέλφου Μαρίας Πολίτη, η έρευνα αυτή δεν μπορούσε να προχωρήσει. Η αφιέρωση του πονήματος αυτού στη μνήμη του Λίνου Πολίτη αποτελεί ελάχιστο δείγμα τιμής στον αείμνηστο διδάσκαλο, που τόσο κοπίασε για την υπόθεση των χαμένων χειρογράφων. Χωρίς, τέλος, τη συμπαράσταση των συναδέλφων του Τομέα Μεσαιωνικών και Νεοελληνικών Σπουδών και του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής, καθώς και της Πρυτανείας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, η έρευνα αυτή θα παρέμενε ανολοκλήρωτη.
Σε όλους αυτούς που εξασφάλισαν τρεις καθοριστικούς παράγοντες για την προώθηση της εργασίας εκφράζω τις θερμές ευχαριστίες μου. Ανάλογες ευχαριστίες οφείλω και σε πολλούς άλλους που ενθάρρυναν ή και βοήθησαν σ’αυτό το εγχείρημα, και πρώτα πρώτα στους άμεσους συνεργάτες μου στο ερευνητικό πρόγραμμα της Σόφιας, τους καθηγητές Β. Άτσαλο και Χαράλ. Παπαστάθη, για την αμέριστη συνδρομή τους σε όλη τη διάρκεια των δύσκολων ταξιδιών μας στη βουλγαρική πρωτεύουσα, μεταξύ των ετών 1990-1993. Στο ερευνητικό και το υπόλοιπο διοικιτικό προσωπικό του Κέντρου “Ivan Dujcev” για την ανθρώπινη ζεστασιά που μου πρόσφεραν κατά τις μακρόχρονες επισκέψεις εκεί. Στους συναδέλφους της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, καθηγ. Γ. Παράσογλου,Θεοδοσία Παυλίδου, Παναγιώτη Σωτηρούδη, Σοφία Κοτζάμπαση, και ιδιαίτερα στο συνάδελφο και φίλο Τάσο Καραναστάση, για την αδιάκοπη έγνοια τους για κάθε πληροφορία σχετική με τα χειρόγραφα. Για την επανεξέταση και την τελική γραπτή διατύπωση του αγγλικού κειμένου ευχαριστώ τους W.J. Lillie, Μιχάλη Χρυσανθόπουλο και Γιώργο Παράσογλου για τη συνδρομή τους. Δεν πρέπει να ξεχνώ τη συμβολή των οικείων, της γυναίκας μου και των παιδιών μου, για την υπομονή και τη συγκατάβαση που έδειξαν σε όλες εκείνες τις στιγμές που οι έγνοιες μου για την τύχη αυτής της έρευνας τους στέρησαν πολλά, όπως και η μακρόσυρτη απουσία μου στη φιλόξενη γειτονική χώρα.
Στον Πρόεδρο κ. Μ. Μπόλαρη και τα μέλη της Εφορείας της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Σερρών, που κατέβαλαν κάθε προσπάθεια για να στεγάσουν στην εκδοτική σειρά της Βιβλιοθήκης το έργο αυτό, αισθάνομαι βαρύ χρέος: και για την τιμή που μου έγινε με την πρόταση να εκδοθεί η εργασία αυτή,και για την εμπιστοσύνη τους στη διαίσθηση της προσφοράς του έργου στους σκοπούς που υπηρετεί το εκδοτικό πρόγραμμα της Δημόσιας Βιβλιοθήκης των Σερρών.
Τέλος, οφείλω να ευχαριστήσω το προσωπικό του τυπογραφείου Γιώργου Δεδούση για τον μόχθο που κατέβαλε, ώστε να γίνει αρτιότερη* η εμφάνιση του βιβλίου.
Δεκέμβριος 1994
Βασίλης Κατσαρός
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
1. Bλ.Actess, passim.
2. Λ. Πολίτης, Έκθεση και υπόμνημα, σ. 376.
3. Μάταιες είναι οι διεκδικήσεις γύρω από το θέμα του εντοπισμού των χειρογράφων στη Σόφια. Απορρέουν, πιστεύω, από το γεγονός ότι κατά τη στιγμή της επανεμφάνισης των χειρογράφων ήταν απόντες ορισμένοι από εκείνους που επιθυμούσαν σφόδρα να γευτούν αυτό το ανεπανάληπτο συναίσθημα της χαράς και της συγκίνησης, αντικρύζοντας τα εξαφανισμένα για εβδομήντα και πλέον χρόνια ελληνικά κειμήλια των δύο μεγάλων μακεδονικών μονών. Η ουσία, συνεπώς, των επικλήσεων “προσωπικών φιλοδοξιών”, “εθνικού χρέους” κ.α. παρομοίων ηχηρών μεγαλοστομίων βρίσκεται αλλού (πρβλ. σ.44 σημ.2 και σ.219 σημ.4 εδώ).
4. Λ. Πολίτης, Έκθεση και υπόμνημα, σ. 376.
5. Ο. π. σ. 376.
6. Αυτόθι
7. Ο. π., σ.
8. Ο. π., σ. 378.
* Για λόγους τεχνικούς δεν έγινε διάκριση βαρείας και οξείας στο πολυτονικό σύστημα γραφής του βιβλίου
Εφορεία Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Σερρών
Πρόεδρος
ΜΑΡΚΟΣ ΜΠΟΛΑΡΗΣ
Μέλη
ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΠΗΛΙΤΣΗΣ
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΣΑΒΒΑ
ΣΟΥΛΤΑΝΑ ΨΑΡΡΗ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΓΓΕΙΟΠΛΑΣΤΗΣ
ΜΑΡΙΑ ΖΑΠΑΡΑ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΟΛΥΤΙΔΗΣ
Διευθυντής της Βιβλιοθήκης
ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΑΠΟΥΝΤΖΗΣ
Πρόλογος του Προέδρου της Εφορείας της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Σερρών
Οι επιστημονικές εργασίες που σχετίζονται με την ιστορία και τον πολιτισμό της πόλης των Σερρών και της ευρύτερης περιοχής της είναι πάντα ευπρόσδεκτες στον ανήσυχο πνευματικό ιστό των κατοίκων, στους ανθρώπους που διψούν να γνωρίσουν τη διαχρονική τους ταυτότητα. Γι’αυτό είναι κάτι παραπάνω από δώρημα η έρευνα που αγγίζει την ιστορία των χειρογράφων της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Σερρών, την πολιτιστική παράδοση που δέθηκε μ’αυτόν τον τόπο. Το ενδιαφέρον κεντρίζει περισσότερο και τους πνευματικούς και τους απλούς ανθρώπους του χώρου που γνωρίζουν τον τρόπο να θυμούνται και να παραδίδουν τα τραγικά γεγονότα που συνέβησαν στο Σερραϊκό μοναστήρι και τη γειτονική Ιερά Μονή της Παναγίας του Παγγαίου (Εικοσιφοινίσσης) την άνοιξη του 1917.
Στις μέρες μας γνωρίζουμε αρκετά για την υπόθεση των εξαφανισμένων χειρογράφων, ύστερα μάλιστα από την ξαφνική επανεμφάνιση τους στην ελληνική και διεθνή επιστημονική σκηνή το Φθινόπωρο του 1990 και εξής, όταν αποκαλύφτηκε το γεγονός της επανεύρεσης των ελληνικών χειρογράφων στη γειτονική Σόφια. Εδώ για εβδομήντα και πλέον χρόνια κρατήθηκε επτασφράγιστο μυστικό η κατοχή του ελληνικού πολιτιστικού θησαυρού που αφαιρέθηκε κυρίως από τις δύο ιστορικές μονές του μακεδονικού χώρου.
Στην πόλη μας ο αχός αυτών των γεγονότων δεν ήταν απόμακρος. Αγγίξαμε τον παλμό τους από την πρώτη στιγμή και δεχτήκαμε τους ερευνητές που έλαβαν μέρος στην προσπάθεια της αποκάλυψης, άξιους ακαδημαϊκούς δασκάλους του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, για να μας εκθέσουν δια ζώσης φωνής το χρονικό και να αποτιμήσουν τα ευρήματα. Και ξεκαθαρίσαμε καλύτερα πολλά ζητήματα και πράγματα. Ήταν εξ άλλου πολλές και οι ευκαιρίες που δόθηκαν στην κοινωνία των Σερρών να παρακολουθήσει διαλέξεις, συζητήσεις και επιστημονικά fora.
Με την έκδοση αυτή η Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σερρών δεν συνεχίζει απλώς την εκδοτική της δραστηριότητα στεγάζοντας ένα ακόμη έργο, πραγματοποιεί αυτό που αναμενόταν με μεγάλο ενδιαφέρον από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα ως επιστέγασμα όλων των προσπαθειών που απέβλεψαν ή αποβλέπουν στο να φωτίσουν πιο καθαρά το τοπίο και να διακριβώσουν τις συνθήκες ζωής του πολύτιμου υλικού των χειρογράφων μετά τη λεηλασία του 1917, μια οπτική που πλησιάζει το παρόν και το μέλλον των χειρογράφων και την οφείλουμε στον ακαταπόνητο μόχθο ενός από τους βασικούς συντελεστές για την πραγματοποίηση της δύσκολης έρευνας στη γειτονική μας χώρα. Για όλους αυτούς τους λόγους η Εφορεία της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Σερρών είναι υπερήφανη που με την πραγματοποίηση της έκδοσης ψηλαφεί την ουσία των στόχων της.
Παραδίδοντας στο Εληνικό αλλά και στο Διεθνές αναγνωστικό κοινό το βιβλίο αυτό εκφράζουμε την ευχή να συνεχιστεί η προσπάθεια πολιτισμένου διαλόγου με τον ομόδοξο γειτονικό λαό, ώστε να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την αλληλοκατανόηση των πολιτιστικών επιτευγμάτων που ανήκουν στην πνευματική ιστορία και εκφράζουν τους ανθρώπους και τους χώρους που τα δημιούργησαν. Τότε ίσως γίνει περισσότερο κατανοητή η φωνή της άδειας βιβλιοθήκης στον πύργο της Μονής του Τιμίου Προδρόμου ή το μήνυμα του ορθόδοξου μοναχισμού και ανθρωπισμού που αρθρώνει φιλόξενα τον λόγο της αγάπης μέσα στην νέα εποχή της ανάπτυξης του στους ίδιους χώρους των ιστορικών μοναστηριών, των δύο σταυροπηγιακών βυζαντινών μονών οι οποίες στερούνται τα πολύτιμα κειμήλια τους.
Ως Πρόεδρος της Εφορείας της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Σερρών, διερμηνεύοντας τα αισθήματα και όλων των μελών, θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά όλους τους συντελεστές που μόχθησαν για την ολοκλήρωση του έργου από τον συγγραφέα, του οποίου το έργο αναπτύσσεται στις επόμενες σελίδες, εώς το προσωπικό του τυπογραφείου Γ. Δεδούση, που εργάστηκε με αυταπάρνηση για την καλύτερη τυποτεχνική παρουσίαση της έκδοσης.
Το έργο είναι μια προσφορά λατρείας αυτού του χώρου με τη μαρτυρική συνεισφορά στη ζωή και τον πολιτισμό.
Σέρρες, Δεκέμβριος 1994
Μάρκος Μπόλαρης
Βραχυγραφίες και Βασική Βιβλιογραφία
Actes: Actes de la Table Ronde: Principes et methodes du cataloguage des manuscrits grecs de la collection du Centre Dujcev, Sofia 21-23 aout 1990, εκδ. Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Thessalonique 1992.
Αγαθαγγέλου Μάγνητος, Μητροπολίτου Δράμας, Εικοσιφοίνισσα Παγγαίου Ανατολικής Μακεδονίας, ήτοι Συνοπτική ιστορία και περιγραφή της Ιεράς Σταυροπηγιακής Μονής της Υπεραγίας Θεοτόκου, της επιλεγομένης Εικοσιφοινίσσης, ιδρυθείσης το 450 μ.Χ. και αριθμούσης βίον πολυκύμαντον και εθνωφελή δέκα και πέντε αιώνων, ήτινι συνάπτονται κατάλογος των χειρογράφων και εντύπων βιβλίων της νυν Βιβλιοθήκης και των εν τω Σκευοφυλακείω σωζομένων κειμηλίων, Δράμα 1916 (πρβλ. βιβλιοκρ. Σωφρ. Ευστρατιάδη, Γρηγόριος Παλαμάς 3, 1919, 161-196).
Aland: K Aland, Kurzgefasste Liste der griechischen Handschriften des Neuen Testaments. I. Gesamtubersicht. (Arbeiten zur Neutestamentliche Textforschung gerausgegeben vom Institut fur Neutestamentliche Textforschung an der Westfalischen Wilhelms-Universitat Munster/Westfalen, Band I),Berlin 1963.Βλ. και Gregory.
Δημήτρη Γ. Αποστολοπούλου, Ένα “ίσον”, “εκβληθέν από του μεγάλου Νομίμου”. Ροδωνιά, Τιμή στον Μ.Ι.Μανούσακα, τομ. Α’, Ρέθυμνο 1994, σ. 25-35.
Μάχης Παϊζη-Αποστολοπούλου, Ένα, ακόμη, χειρόγραφο από την Κοσίνιτσα (Princeton, χφ Garrett 6), Ελληνικά 43 (1993) 403-407.
Astruc: Ch. Astruc, Le parisinus suppl. gr. 1386 (ex-Kosinitsa 27). Recueil des Petites Catecheses de Theodore Stoudite, Scriptorium 38 (1984) 272-287 και πιν. 14 και 15.
Άτσαλου, Τα χειρόγραφα: Β Άτσαλος, Τα χειρόγραφα της Ιεράς Μονής της Κοσίνιτσας (ή Εικοσιφοίνισσας) του Παγγαίου, [Δήμος Δράμας, Ιστορικό Αρχείο, (Σειρά Δημοσιευμάτων, αρ.1)], Δράμα 1990.
Βασίλη Άτσαλου, Η ονομασία της ιεράς μονής της Παναγίας της Αχειροποιήτου του Παγγαίου, της επονομαζόμενης της Κοσινίτσης ή Εικοσιφοινίσσης, Δράμα-Θεσσαλονίκη 1994.
Β. Άτσαλου-Β. Κατσαρός, Η παραγωγή ελληνικών χειρογράφων στις βυζαντινές μονές του Τιμίου Προδρόμου Σερρών και της Εικοσιφοινίσσης Δράμας κατά την Παλαιολόγεια εποχή, Πρακτικά Β’ Συμποσίου για τη Μακεδονία, “Η Μακεδονία κατά την εποχή των Παλαιολόγων”, Θεσσαλονίκη 14-20 Δεκεμβρίου 1992, εκδ. Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (υπό εκτύπωσιν).
Ν. Βασικύρου, Κατάλογος των επί μεμβράνης χειρογράφων της παρά τα Σέρρας μονής του Ιωάννου του Προδρόμου, Νέος Ελληνομνήμων 17 (1923) 97-99.
W.H. Bond-C.U. Faye, Supplement to the Census of Medieval and Renaissance Manuscripts in the United States and Canada, N.York 1962. Βλ. και De Ricci-Wilson, Census.
B. at P.: Byzantium at Princeton. Byzantine Art and Archaeology at Princeton University. Catalogue of an Exhibition at Firestone Library, Princeton University August 1 Through October 26, 1986, Ed. SI. Curcic-Arch. St. Clair,Princeton 1986 (βλ. κυρίως Νatalia Teteriatnikov, Ιlluminated Manuscripts, σ.139 κ.ε.).
Checklist, βλ. Dzurova, Atsalos, Katsaros, Stancev.
Χριστοφόρου Προηγουμένου ιεροδιδασκάλου (Δημητριάδου), Κατάλογος των χειρογράφων της παρά τα Σέρρας Ιεράς και Σταυροπηγιακής Μονής Ιωάννου του Προδρόμου, επιμ. Γερμανού Σελευκείας, Νέος Ποιμήν 2 (1920) 193-208, 338-353, 3 (1921) 83-93, 325-334, 459-466, 717-726, 4 (1922) 40-49.
Census, βλ. S.De Ricci-W.J.Wilson.
K.W.Clark, A Descriptive Catalogue of Greek New Testaments Manuscripts in America, Chicago 1937.
Costas N. Constantinidis-R.Browning, Dated Greek Manuscripts from Cyprus to the Year 1570, Nicosia 1993.
Διοδώρου Καμπανίας, Κατάλογος των εκ της μονής του Τιμίου Προδρόμου υπό των Βουλγάρων αφαιρεθέντων ιερών σκευών, αμφίων, βιβλίων, επίπλων κ.λπ., Γρηγόριος Παλαμάς 2 (1918) 650-653.
Ivan Dujcev, Cartulary A of the Saint John Prodromos Monastery (Var. Repr.), London 1972.
Ax. Dzurova-Kr. Stancev, Slavjanski, grecki i orientalski rakopisi ot sbirkata na centara za slavjanovizantiski prouc vanija “Ivan Dujcev”, Sofija 1988.
Ax. Dzurova,Erytheia: A. Djurova, Les manuscrits grecs du Centre “Ivan Dujcev”. Notes peliminaires, Erytheia 13 (1992) 117-157.
Axinia Dzurova, L. Evangeliaire Dujcev 272 (olim Kosinitza 115) du Centre d’etudes Slavo-Byzantines “Ivan Dujcev”, Bolletino della Badia Graeca di Grottaferrata, N.S., τομ.XLIV, 1990-Luglio-Dicembre [Giugno 1993, σ. 187-200.
Α. Dzurova-E Velkovska, “Manoscritos griecos datados de la coleccion del centro de investigaciones eslavobizantinas “Ivan Dujcev” (siglos XII-XIV), στο: Simposio Sobre el Tiempo, Madrid 1990, σ. 11-138.
Dzurova-Velkovska, Mss dates: A. Dzurova-E. Velkovska, Manuscrits grecs dates provenant de la collection du Centre de Recherches Slavo-Byzantines “Ivan Dujcev” (XII-XIVe ss.), στο Ex Oriente Lux. Melanges offerts en hommage au proffeseur Jean Blankoff, aI’occasion de ses soixante ans. Volume II.Litterature et linguistique, Bruxelles 1991, σ. 95-110.
Αx. Dzurova, Quelques observations sur les manuscrits enlumines de l’epoque des Paleologues (Cod. D. gr. 132=Kos. 218 et Cod.D. gr. 212=Kos, sans cote), Πρακτικά Β’ Συμποσίου για τη Μακεδονία “Η Μακεδονία κατά την εποχή των Παλαιολόγων”, Θεσσαλονίκη 14-20 Δεκεμβρίου 1992, έκδ. Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (υπό εκτύπωσιν).
A. Dzurova, V. Atsalos, V. Katsaros, Kr. Stancev, Cheklist de la collection de manuscrits grecs conservee au Centre de Recherches Slavo- Byzantines “Ivan Dujcev” aupres de l’Universite “St. Clement d’Ohrid” de Sofia, έκδ. Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Thessalonique 1994.